Ένα ζεστό καλωσόρισμα!!!

Σε αυτό το blog μπορείτε να δείτε τις δραστηριότητες των μαθητών του 2ου 9/θέσιου Πρότυπου Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου Ρόδου, οι οποίοι συμμετέχουν στον όμιλο λογοτεχνίας. Ελάτε μαζί τους να κάνετε ένα ταξίδι στον υπέροχο κόσμο των βιβλίων και καθώς περνάει ο καιρός περιπλανηθείτε μαζί τους στον δικό τους φανταστικό κόσμο μέσα από τις ιστορίες τους, τα έργα τους...

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ο ήλιος και το φεγγάρι

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό σύννεφο ζούσε ο ήλιος, ο κύριος Κιτρινούλης. Σε ένα άλλο, όμως, ζούσε το φεγγάρι, ο κύριος Ασπρούλης. Και οι δυο ήταν ευτυχισμένοι, αλλά μισούσε ο ένας τον άλλο. Μια συναρπαστική μέρα, συναρπαστική γιατί ήταν τα γενέθλια του ήλιου, έγινε μια σύγκρουση. Τότε τα σπίτια του κυρίου Ασπρούλη και του κυρίου Κιτρινούλη ενώθηκαν και ερωτεύτηκαν. Έτσι παντρεύτηκαν και αυτοί έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.


Η αγάπη και ο διάβολος

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η αγάπη και ο διάβολος. Ο διάβολος έκανε συνέχεια αταξίες και συνέχεια έκλεβε. Η αγάπη έκανε όλους τους ανθρώπους να αγαπάνε και να μην κλέβουν ποτέ. Μια μέρα η αγάπη άκουσε ότι ο διάβολος δεν αγαπούσε κανέναν και έκανε όλα αυτά τα άσχημα πράγματα. Αμέσως πήγε να τον βρει και να του πει να σταματήσει. Πήγε στο σπίτι του και χτύπησε την πόρτα. Ο διάβολος ανοίγει και καταλαβαίνει ότι είναι η αγάπη, γιατί φορούσε ένα φόρεμα με πολλές καρδιές και είχε στο κεφάλι της και μια κορώνα με μια μεγάλη καρδιά και κάποιες μικρές. Η αγάπη είπε στον διάβολο να σταματήσει να κλέβει και να κάνει αταξίες. Εκείνος δεν την άκουσε και της έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Δεν τα παράτησε, όμως, ξαναχτύπησε την πόρτα και όταν άνοιξε, μπήκε μέσα. Του είπε ότι θα τον βοηθήσει και εκείνος δέχτηκε. Πήγαν σε ένα σύννεφο να μιλήσουν, αλλά δεν μπορούσε να τον πείσει να μην κλέβει. Τελικά τον έπεισε με ένα φιλί. Εκείνη την στιγμή έφυγε όλο το μίσος από τον διάβολο και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Χαρά και Λύπη

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Χαρούλα που ζούσε στο νησί των Αντιθέσεων. Εκεί ήταν δυο χωριά,  το Θετικοστολάνο και το Αρνητικοστολάνο. Αυτή ζούσε στο πρώτο και πάντα γελούσε και ήταν χαρούμενο άτομο σε αντίθεση με την Λυπινία. Η Χαρούλα προσπάθησε να την βοηθήσει και της έδωσε ένα παγωτό. Εκείνη είπε ότι άδικα ξόδεψαν το γάλα, γιατί δεν τρώει παγωτό και άρχισε να κλαίει. Πήγαν, λοιπόν, ένα ταξίδι, αλλά τίποτα δεν έγινε. Της πήρε ένα παιχνίδι, πάλι τίποτα. Ακόμα και σε ένα σόου με κλόουν έκλαιγε, γιατί τους φοβόταν. Μια μέρα η Χαρούλα της ζήτησε να πάνε στο δάσος για πικ νικ. Ενώ κάθονταν, ήρθε μια αρκούδα να τους πάρει το μέλι. Έτρεξαν προς το χωριό να τους προειδοποιήσουν ότι έρχεται μια αρκούδα. Όλοι έτρεχαν, παντού  έβλεπες να τσιρίζουν και να φωνάζουν, να κλείνονται στα σπίτια τους εκτός από δύο κοριτσάκια. Η Λυπινία έτρεξε να τα σώσει. Πέτρες έπεσαν πάνω της ενώ τα έσωζε. Κάποια στιγμή, αφού έπιασαν την αρκούδα, βγήκε από τις πέτρες και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Ο δήμαρχος την βράβευσε. Από τότε όλα ήταν μια χαρά και το χαμόγελο ποτέ δεν σβήστηκε από τα χείλη κανενός.


Ειρήνη και πόλεμος στο ματς

Μια μέρα ο Πόλεμος το έσκασε από την φυλακή. Το ημερολόγιο έδειχνε 1939. Ο Πόλεμος αυτή τη φορά χτύπησε τον Χίτλερ. Την επόμενη μέρα ο Χίτλερ κήρυξε πόλεμο. Η Ειρήνη έβαλε στρατιώτες να συνεφέρουν τον Χίτλερ, αλλά  δεν γινόταν τίποτα. Ο Πόλεμος έβαλε πιστόλια, τουφέκια και πολλά άλλα όπλα να εξολοθρεύσουν τους ειρηνοποιούς. Η Ειρήνη έβαλε στους ειρηνοποιούς αλεξίσφαιρο και κατάφεραν να κερδίσουν και να χαθούν τα όπλα. Δεν μπορούσαν να γιορτάσουν, όμως, την νίκη τους, επειδή ήταν σαν να έχουν χάσει, γιατί είχε ξεσπάσει πόλεμος στη γη. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να σύρουν τον πόλεμο πίσω στην φυλακή. 
Είχε έρθει το 1945 και τα όπλα εξαντλήθηκαν. Χρειάζονταν σφαίρες, αλλά η Ειρήνη συνέλαβε τον Πόλεμο και έτσι θα τελείωνε η μάχη.  Ένα χρόνο μετά ο πόλεμος τελείωσε. Οι ειρηνοποιοί έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.


Λάβα και νερό

Κάποτε υπήρχε ένα πολύ μακρινό εξωτικό νησί κοντά στη Χαβάη. Αυτό το νησί είχε τα πάντα, παραλίες, club, κατοικήσιμα σπίτια, όπου ζούσαν φυσικά άνθρωποι, πάρκα και πολλά άλλα. Δεν είχε, όμως, μόνο καλά. Στην άκρη του νησιού υπήρχε ένα φοβερό ηφαίστειο. Ευτυχώς για τους κατοίκους το ηφαίστειο ήταν κοιμισμένο. Μια μέρα, όμως, ξύπνησε! Η θάλασσα προσπάθησε να το καθησυχάσει, αλλά μάταια. Το ηφαίστειο κατέστρεψε όλο το νησί. Μετά από αρκετό καιρό η θάλασσα αρρώστησε, επειδή δεν είχε ούτε οξυγόνο ούτε τροφή. Το ηφαίστειο κατάλαβε τότε ότι έκανε ένα πολύ μεγάλο λάθος. Δεν ήξερε, όμως, πως να επανορθώσει. Έτσι έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξυπνήσει πρώτα την θάλασσα. Την άλλη μέρα σταμάτησε να βγάζει λάβα και να αφήνει αέρια που μόλυναν τα πάντα. Ευτυχώς άρχισε εκείνη την μέρα επιπλέον να βρέχει και άρχισαν σιγά σιγά να φυτρώνουν πάλι δέντρα και φυτά. Το οξυγόνο ήρθε πάλι μαζί με τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους,αλλά -για ένα λεπτό- η θάλασσα δεν είχε ξυπνήσει.!
- Μα πώς;! είπε το ηφαίστειο με απορία. 
Από την στενοχώρια του το ηφαίστειο κοιμήθηκε και έχυσε ένα δάκρυ, το οποίο ξύπνησε την θάλασσα. Εκείνη είδε το νησί "ζωντανό" και κατάλαβε ότι το ηφαίστειο έσωσε το νησί. Έτσι η θάλασσα με ένα μεγάλο κύμα εξαφάνισε το ηφαίστειο στον πάτο του ωκεανού και έζησαν αυτοί καλά και εμείς... ας τα λέμε καλύτερα.


Το παραμύθι της ειρήνης και του πολέμου

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχαν δύο βασίλεια που το καθένα είχε δικό του βασιλιά. Ο ένας ήταν ο βασιλιάς Ειρηνικός και ο άλλος ο βασιλιάς Πολεμικός. Στο κάστρο του Ειρηνικού υπήρχε πάντα ειρήνη και γέλιο και όλοι οι κάτοικοι δεν τσακώνονταν ποτέ μεταξύ τους. Το κάστρο του Πολεμικού όμως, είχε πάντα πολέμους και τσακωμούς. Ο Ειρηνικός σκέφτηκε να πάει μια μέρα να πει στον Πολεμικό να ενώσουν τα βασίλειά τους για να μην τσακώνονται οι κάτοικοί του μεταξύ τους. Θα έφερνε ο ίδιος τους δικούς του κατοίκους να τους βοηθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους. Ο Πολεμικός του ζήτησε να τον αφήσει να το σκεφτεί λίγες μέρες. Ύστερα από λίγες μέρες αποφάσισε να δεχτεί την πρότασή του και να βοηθήσει έτσι τους κατοίκους του. Πήγε στο κάστρο του Ειρηνικού και του είπε ότι δέχεται την πρότασή του. Ο Ειρηνικός άρχισε αμέσως να ενώνει το κάστρο του με αυτό του Πολεμικού. Τελικά οι κάτοικοι του Ειρηνικού βοήθησαν τους κατοίκους του πολεμικού να λύσουν τις διαφορές τους και συμφώνησαν πως δεν πειράζει να διαφωνεί κάποιος με κάποιον άλλο, γιατί δεν είναι όλοι ίδιοι και ο καθένας έχει τις δικές του απόψεις. Κατάλαβαν επίσης ότι δεν πειράζει κάποιος να κάνει μια φορά στο τόσο τη χάρη σε κάποιον άλλο για να είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Στο τέλος ευχαρίστησε ο Πολεμικός τον Ειρηνικό που βοήθησε και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Ο Κώστας και η Ελένη

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα χωριό κοντά στα βουνά της Γροιλανδίας ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Κώστα, αλλά όλοι στο χωριό τον φώναζαν Χαρουμενούλη. Ήταν πάντα χαρούμενος, έλεγε συνέχεια αστεία και ήταν καλοσυνάτος. Στο απέναντι χωριό ζούσε ένα κορίτσι που δεν του άρεσε τίποτα. Όλα τα μισούσε, ακόμα και το χωριό της. Όποτε οι άλλοι της έλεγαν να παίξουν μπάλα, εκείνη έλεγε ότι μισεί την μπάλα. Αυτό το κορίτσι λεγόταν Ελένη, αλλά όλοι στο χωριό την φώναζαν Αντιθετούλα.
Όταν ο μπαμπάς και η μαμά της της είπαν ότι θα πάνε μια εκδρομή στο απέναντι χωριό, αυτή είπε: "Μισώ τις εκδρομές!", αλλά τελικά μετά από πολύ ώρα την έπεισαν και έτσι ξεκίνησαν την εκδρομή. Καθώς πήγαιναν, οι γονείς της μιλούσαν για διάφορα. Ξαφνικά ο μπαμπάς της γύρισε και την ρώτησε: "Ωραία δεν είναι η φύση;". Εκείνη απάντησε ότι την μισεί. Αφού έφτασαν, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και οι γονείς της πήγαν στο καφενείο να καθίσουν. 
- Πήγαινε να κάνεις νέους φίλους, της είπαν.
- Μισώ να κάνω φίλους, μουρμούρισε η Ελένη όπως πάντα. 
Καθώς προχωρούσε στο χωριό, συνάντησε τον Κώστα τον Χαρουμενούλη.
- Πώς σε λένε; ρώτησε το αγόρι.
- Ελένη Αντιθετούλα. Εσένα;
- Κώστα Χαρουμενούλη. Θες να γίνουμε φίλοι; ρώτησε ο Κώστας.
- Καλά. Αύριο θα συναντηθούμε εδώ, είπε η Ελένη.
- Εντάξει. θα παίξουμε αύριο, συμφώνησε ο Κώστας.
- Μισώ το παιχνίδι, λέει ξαφνικά η Ελένη. 
Την επόμενη μέρα που συναντήθηκαν, έπαιζαν συνέχεια και με άλλα παιδιά. Αυτό γινόταν κάθε μέρα και άρεσε όλο και πιο πολύ στην Ελένη μέχρι που ξεφώνισε: "Αγαπώ το παιχνίδι, τους φίλους μου, την εξοχή, τα ζώα και τον Κώστα!". 
Έτσι εγκαταστάθηκαν στο χωριό και είπε στους γονείς της: "Μπαμπά, μαμά, σας αγαπώ!". και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Η ειρήνη νικάει πάντα

Κάποτε σε μια χώρα που βασίλευε η ειρήνη και όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, ήρθε ο πόλεμος και φώλιασε στις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι τότε άρχισαν να πολεμάνε μέρα νύχτα χωρίς σταματημό. Όλοι προσπαθούσαν να καταστρέψουν ο ένας τον άλλο και συνέχιζαν με αυτό τον τρόπο να λεηλατούν και να δημιουργούν το χάος.
Μια μέρα ένας άγνωστος άντρας έχοντας ακούσει για αυτό τον τόπο θέλησε να βοηθήσει τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Το επόμενο πρωινό κίνησε για τον τόπο αυτό. Περπατούσε, περπατούσε και σε πέντε μέρες έφτασε στον προορισμό του. Μόλις πρωτοαντίκρυσε αυτό το τρομερό θέαμα δεν πίστευε στα μάτια του. Όλα ήταν απαίσια και φρικτά, το τοπίο αποκρουστικό και σκεπασμένο με πυκνή ομίχλη. Ο άντρας μη πιστεύοντας στα μάτια του ρώτησε κάποιον που ήταν η ειρήνη. Εκείνος του απάντησε ότι εξαφανίστηκε για πάντα. Απογοητευμένος από την απάντηση αυτή ξεκίνησε ο άντρας να βρει και να φέρει πίσω την ειρήνη. Ταξίδευε για οχτώ μερόνυχτα, όταν ξαφνικά, ενώ ήταν αποφασισμένος να εγκαταλείψει την έρευνά του, βρήκε την ειρήνη σε μια σπηλιά πάνω σε ένα πανύψηλο βουνό, όπου ήταν φυλακισμένη. Χωρίς δεύτερη σκέψη την ελευθέρωσε και η ειρήνη νικώντας τον πόλεμο πήρε την θέση της πάλι μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και από τότε κυριαρχεί στον τόπο αυτό.

   

Ο Υπερκινητικός και ο Βαρετός

Μια μέρα υπήρχε ένας άνδρας που τον λεγόταν Σπόρταγκας. Έκανε συνέχεια γυμναστική και τούμπες. Υπήρχε και ένας άλλος άνδρας που λεγόταν Γαύρος. Ήταν όλη την μέρα με ένα γλυκό στο χέρι, ξαπλωμένος στον καναπέ και έβλεπε τηλεόραση. Έκανε τούμπες μόνο, όταν κατέβαινε τις σκάλες. Ο Σπόρταγκας πήγε μια μέρα να τον συναντήσει στο σπίτι του.

- Έχεις μήπως μια Bugatti Veryon; ρωτάει τον Γαύρο.
- Που να πηγαίνεις τώρα να την φέρεις!!!Κάτσε λίγο...
- Κατάλαβα! Κουράστηκες από την πολύ γυμναστική που έκανες πριν.
- Τι είπες; ρώτησε ο Γαύρος.
- Τίποτα, κάτι δικά μου, ψιθύρισε.

Ο Σπόρταγκας προσπάθησε να τον πείσει να πάνε για περπάτημα, αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί από τον καναπέ. Την επόμενη μέρα ξαναπήγε στο σπίτι του Γαύρου.

-Ααααα!φώναζε ο Γαύρος.
- Τι έγινε; ρώτησε με απορία ο Σπόρταγκας.
- Πονάει η μέση μου, του απαντά.

Τότε ξεκίνησε ο Γαύρος να κάνει γυμναστική για να νιώσει καλύτερα. Δυο χρόνια μετά κάνοντας συνεχώς γυμναστική συζητούσε με τον Σπόρταγκα.

- Θέλω να πιω Powerade, λέει ο Γαύρος.
- Εγώ όχι.
- Γιατί; 
- Κάνω δίαιτα, απαντάει ο Σπόρταγκας. 
-ΑΕΡΑΑΑ!!φωνάζει ένας άγνωστος νεαρός.
- Ποιος είναι αυτός; ρωτάει τον Σπόρταγκα ο Γαύρος.
- Δεν ξέρω.
- Με λένε Γιάννη Καστρουνή και κάνω bungee jumping. 
- Α, καλά! λένε και οι δυο με μια φωνή.


Η Αγάπη και ο Μίσιος

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα νησί, που λεγόταν Μίσος, ζούσε ένα αγόρι, ο Μίσιος, που μισούσε τα πάντα για πάντα, ακόμα και τα πιο όμορφα. Ο πατέρας και η μητέρα του προσπάθησαν να του δείξουν πως ο κόσμος δεν είναι εγωιστικός, όπως έλεγε, ούτε και τα λόγια της γιαγιάς του ήταν σωστά. Η γιαγιά του του έλεγε κάθε φορά πριν πάει σχολείο: "Σε έναν εγωιστικό κόσμο οι εγωιστές πετυχαίνουν!". Τον πήγαιναν στο πάρκο, του έδειχναν τα ζώα, αλλά αυτός τίποτα. Κάποτε οι γονείς του Μίσιου δεν άντεξαν άλλο και φώναξαν την Αγάπη από το γειτονικό νησί. Η μητέρα της λεγόταν Φίλη και ο πατέρας της Θαρρένιος. Όταν την φώναξαν, λοιπόν, για να βοηθήσει τον Μίσιο, η Αγάπη δέχτηκε με χαρά. Μόλις, όμως, ο Μίσιος έμαθε ότι θα ερχόταν η Αγάπη δεν ήθελε να την δει ούτε να ακούσει το όνομά της. Η Αγάπη, όμως, τον είδε και τον αγάπησε με την πρώτη ματιά. Τελικά τον έπεισε να πάνε βόλτα στο πάρκο να δούνε τα ζώα, να πάνε στην παραλία και στο θέατρο. Εκεί προσπάθησε να του μιλήσει για το νησί και την οικογένειά της. Τότε ο Μίσιος άρχισε να την συμπαθεί και εκείνος. Σιγά σιγά έγιναν φίλοι, ενώ δεν υπήρχε μέρα που δεν πήγαιναν μαζί βόλτα. Άρχισε και αυτός να της μιλά και έτσι δημιουργήθηκε μια ωραία φιλία! 
Κάποια μέρα η Αγάπη αρρώστησε βαριά και ο Μίσιος πήγε σπίτι της να την δει. Όταν άκουσε από τον γιατρό που ήταν στο δωμάτιό της ότι ήταν ετοιμοθάνατη, πήγε και την φίλησε με μάτια βουρκωμένα. ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του και κατέληξε στο πρόσωπο της Αγάπης. Τότε εκείνη ξύπνησε, παντρεύτηκε τον Μίσιο, έκαναν δύο παιδιά και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.





Ο Γελωτοποιός του δρόμου και ο βασιλιάς Κλέλιος

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα πανύψηλο παλάτι ζούσε ο βασιλιάς Κλέλιος. ήταν πάρα πολύ ευαίσθητος και δεν μπορούσε να γελάσει. Οι γιατροί του έλεγαν ότι έχει - πως το λένε- γελιοαρρώστια. Κάθε μέρα καλούσε όλων των ειδών γελωτοποιούς μπας και τον κάνουν να γελάσει. Έλα, όμως, που κανένας δεν τα κατάφερνε. Μια μέρα ήρθε στην Κλαμία ένας άντρας. Του άρεσε η πόλη και αποφάσισε να μείνει. Μέχρι, όμως, να βρει δουλειά αποφάσισε να κάνει τον γελωτοποιό απέναντι από το σπίτι του. Κάθε μέρα που περνούσε, όλα φαίνονταν βαρετά και σκοτεινά στα μάτια του γελωτοποιού. Κανείς δεν περνούσε και όλο και πιο πολύ στενοχωριόταν. Κάποια μέρα πέρασε ένα σκυλάκι. Μόλις το είδε, χάρηκε τόσο πολύ που άρχισε αμέσως να κινείται και να παίζει το ακορντεόν. Το σκυλάκι τρόμαξε και έφυγε. Τότε βγήκε ένα παιδί. Κάτι σαν χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Το παιδί τον πλησίασε και ακούμπησε το ακορντεόν.
- Αληθινό είναι; τον ρώτησε.
Αυτός κούνησε το κεφάλι του και από τότε ερχόντουσαν όλοι για να δουν τον περιβόητο γελωτοποιό και το ακορντεόν του. Όταν το έμαθε ο βασιλιάς, διέταξε να τον φέρουν αμέσως μπροστά του. Μόλις τον είδε και τον ενέκρινε, του είπε να αρχίσει τη μουσική. Ο Γελωτοποιός του ζήτησε να πιει ένα ποτό και να κάνει δύο σβούρες. Τι να κάνει και ο βασιλιάς, πίνει το ποτό και κάνει τις σβούρες. Ξαφνικά άρχισε να γελάει ασταμάτητα. Όταν ρώτησαν τον γελωτοποιό πως το έκανε, εκείνος απάντησε: "Εγώ δεν έκανα τίποτα!".


Τα παραμύθια των αντιθέσεων

Διαβάζοντας διάφορα παραμύθια, διέκριναν οι μικροί μας βιβλιοφάγοι ότι συνήθως έχουμε δύο αντίθετα συναισθήματα, αντίθετες καταστάσεις να συγκρούονται σε μια ιστορία. Αποφάσισαν, λοιπόν να γράψουν τη δική τους ιστορία, στην οποία θα υπάρχει η σύγκρουση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων!!!

Η μάχη στο ρινγκ

     Κάποτε στο ρινγκ "Πολέμου και Μίσους" έγινε μια μάχη. Ο Ντάριους ο Α΄ ηττήθηκε από τον Όλαφ Α΄. Τώρα ο Ντάριους ο Β΄, ο γιος του Ντάριους του Α΄, θα αντιμετωπίσει τον γιο του  Όλαφ του Α΄, τον Όλαφ τον Β΄. Είχαν βάλει στοίχημα ο νικητής να κερδίσει μια βίλα στις Μπαχάμες.
    Τη μέρα της μάχης ετοιμάστηκαν, αλλά ο Ντάριους ο Β΄ είχε ξεχάσει να βάλει βενζίνη στην Bugatti Veryon, που είχε. Τότε τρόμαξε. Καθώς πατούσε στο χαλάκι της εξώπορτας που γράφει πάνω "WELCOME", αυτό πέταξε. Χάρηκε και ξεκίνησε για το ρινγκ. Πετούσε σαν τον Αλαντίν. Όταν έφτασε, ο Όλαφ ο Β΄ ήταν ήδη εκεί. 
      Η μάχη αρχίζει. Ο Όλαφ επιτίθεται και κόβει τον χιτώνα του Ντάριους, αλλά και τη γωνία του ρινγκ. Τότε ο Ντάριους βρίσκει ευκαιρία και επιτίθεται στον Όλαφ. Εκείνος αποκρούει με το δεύτερο τσεκούρι του. 
- Ημίχρονο! φωνάζει ο διαιτητής. 
Απογοητευμένος ο Ντάριους ο Β΄ πηγαίνει στα αποδυτήρια. Εκεί βρίσκει το θρυλικό μαγικό τσεκούρι του πολέμου. Ξεκινάει το δεύτερο ημίχρονο και ο Ντάριους με το μαγικό του τσεκούρι νικά τον Όλαφ. 
   Μετά τη  νίκη του έμεινε δύο ημέρες στο ξενοδοχείο και έπειτα πήγε να βρει το μαγικό χαλί. Το είχαν σκίσει, όμως, οι οπαδοί του Όλαφ του Β΄. Ανέβηκε στο μαγικό του τσεκούρι, που μπορούσε και αυτό να πετάξει. Έφτασε στη βίλα του στις Μπαχάμες και χαλάρωσε στο ΣΠΑ!!!

Η Σμαραγδένια και η περιπέτειά της στη βιβλιοθήκη

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα χωριουδάκι ζούσε ένα κορίτσι που το λέγανε Σμαραγδένια. Ήταν 23 χρονών. Μια μέρα η Σμαραγδένια κατέβηκε στην πόλη να δανειστεί ένα βιβλίο. Ο βιβλιοθηκάριος, ο Φλορέντζο, που ήταν ένα νέο παλικάρι πρότεινε στην Σμαραγδένια ένα βιβλίο "Το σμαράγδι". Μόλις τον είδε, βέβαια, εκείνη τον ερωτεύτηκε. Το ίδιο και αυτός. Μόλις βγήκε έξω από την βιβλιοθήκη, μπήκαν τέσσερις κλέφτες. Άρχισαν, λοιπόν, να κλέβουν τα βιβλία. Τότε, μια μικρή πεταλουδίτσα στάθηκε στον ώμο της Σμαραγδένιας και της είπε: "Πήγαινε, μην φοβάσαι. Μονομάχησε μαζί τους και θα κερδίσεις". Εκείνη δεν τρόμαξε που η πεταλουδίτσα της μίλησε. Πήγε, μονομάχησε, κέρδισε τους κλέφτες, πήρε τα βιβλία και τα παρέδωσε στον βιβλιοθηκάριο. Τα επέστρεψε , όμως, με έναν μαγικό τρόπο, πετώντας σε ένα μαγικό χαλί. Η ανταμοιβή της ήταν η ερώτηση που δέχτηκε από τον βιβλιοθηκάριο: "Θα με παντρευτείς;". Η Σμαραγδένια φυσικά απάντησε: "Ναι! Θα σε παντρευτώ!". Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Το μπλοκαρισμένο σταυροδρόμι

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μαγικό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς με το γιο του, τον Πρίγκιπα Ρικάρντο. Όμως, μια μέρα οι συγχωριανοί του ειδοποίησαν το βασιλιά ότι ο κακός μάγος έχει μπλοκάρει το σταυροδρόμι με μεγάλες πέτρες και εμποδίζει την κίνηση. Δεν τους αφήνει να το ξεμπλοκάρουν, αν δεν αναμετρηθεί κάποιος μαζί του σε μια ξιφομαχία. Ενώ ο βασιλιάς αγωνιούσε τι να κάνει για να διώξει τον κακό μάγο, εμφανίστηκε το σούπερ κορίτσι και του είπε ότι μπορεί να τον βοηθήσει με μια ανταμοιβή. Ο βασιλιάς δέχτηκε και φώναξε τον γιο του Ρικάρντο. Εκείνος με το που την είδε, την ερωτεύτηκε. Το ίδιο και το κορίτσι. Ο βασιλιάς είδε ότι ο γιος του άρεσε στο σούπερ κορίτσι και σκέφτηκε να τον δώσει ως ανταμοιβή.

- Σούπερ κορίτσι, ως βασιλιάς σου θα σου προσφέρω το γιο μου ως ανταμοιβή, είπε ο βασιλιάς.
- Δέχομαι, βασιλιά μου. Φεύγω αμέσως για να διώξω τον κακό μάγο και να ξεμπλοκάρω το σταυροδρόμι, απάντησε το κορίτσι.
- Στάσου! Δεν μπορείς να πας με τα πόδια. Θα σου δώσω την άμαξά μου για να πας πιο γρήγορα, φώναξε ο βασιλιάς.

Το σούπερ κορίτσι καθώς πήγαινε στο μπλοκαρισμένο σταυροδρόμι, είδε στον δρόμο κάτι να αστράφτει. Σταμάτησε και το έπιασε στα χέρια της.
- Μα τι είναι αυτό; απόρησε. Κάτσε να το τρίψω για να δω.
- Ταρατατα!!! Γεια σου, χαίρω πολύ! Είμαι το μαγικό τζίνι και θα είμαι ο μαγικός σου βοηθός!
- Α, ωραία! Λοιπόν, θα με βοηθήσεις να κερδίσω τον κακό μάγο στην ξιφομαχία.

Όταν έφτασαν, το σούπερ κορίτσι φώναξε στον κακό μάγο:
- Έι, μάγε! Εγώ θα ξιφομαχήσω μαζί σου!
- Μμμ, ένα κοριτσάκι θα είναι πανεύκολο, μονολόγησε ο μάγος.
- Ναι; Έτσι νομίζεις;
- Ωραία, πάμε, λοιπόν! Ας ξεκινήσουμε.

Το μαγικό τζίνι έδωσε στο κορίτσι την καλύτερη στολή και το καλύτερο ξίφος. 
- Ααα, με νίκησες! φώναξε ο κακός μάγος. Σε παραδέχομαι. Είσαι δυνατότερη από εμένα. Φεύγω. Μπορείς να βγάλεις τις πέτρες από το σταυροδρόμι.
- Τζίνι, σε ευχαριστώ που με βοήθησες να νικήσω, είπε το κορίτσι στο τζίνι.

Το αποχαιρέτησε και γύρισε πετώντας στο κάστρο. Ενημέρωσε τον βασιλιά για τη νίκη της και εκείνος της έδωσε το γιο του για να παντρευτούν. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Μια περίεργη ιστορία

     Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που έμενε κοντά σε ένα γήπεδο. Το όνομά του ήταν Marko Roes. Αυτός έπρεπε να πάει στην Ουαλία για έναν αγώνα. Ήταν, όμως, πολύ φτωχός και δεν ήξερε πως να πάει. Ξεκίνησε το ταξίδι του με τα πόδια και μετά από μια ώρα περπάτημα έπεσε σε ένα σταυροδρόμι. Είχε τρεις πινακίδες και δεν ήξερε προς τα που να πάει. Ξαφνικά ένα άγριο σκυλί του όρμηξε και άρχισε ένας μεγάλος τσακωμός. Όταν τελείωσαν, ρωτάει ο σκύλος τον άντρα:

- Πώς σε λένε;
- Marko Roes, του απαντάει.
- Και πώς βρέθηκες εδώ; ρωτάει πάλι ο σκύλος.

Ο Marko Roes του είπε όλη την ιστορία του και αυτός συμφώνησε να πάει μαζί του. Ξαφνικά έφτασαν σε ένα στρατόπεδο και είδαν ένα αερόστατο. Παρέμειναν κρυμμένοι πίσω από έναν θάμνο. Ο σκύλος όρμηξε στον φύλακα και μετά ξέφυγαν οι δυο τους με το αερόστατο. Με λίγα λόγια το είχαν κλέψει.
    Ξαφνικά ο αέρας άλλαξε και βρέθηκαν σε ένα περίεργο νησί. Αυτό το νησί ήταν κάποιων πειρατών και τους αιχμαλώτισαν. Το βράδυ μετά το γλέντι τους, όλοι αποκοιμήθηκαν και εκείνοι κατάφεραν και απέδρασαν. Για κακή τους τύχη ένας πειρατής τους αντιλήφθηκε και ξύπνησε τους άλλους. Άρχισαν να τρέχουν πολύ γρήγορα και έπεσαν σε μια καταπακτή γεμάτη χρυσό. Εκεί βρήκαν και ένα τζίνι και έκαναν μια ευχή, "Να πάμε στον αγώνα". 
   Στον αγώνα βρήκε ο Marko Roes τον αντίπαλό του, τον Ricardo Podolski. Μετά από ώρα τρεξίματος και για ένα χιλιοστό έχασε ο αντίπαλός του. Οι δύο φίλοι, ο Marko Roes και ο σκύλος, αποφάσισαν να ζήσουν στην Γερμανία. Δεν ήξεραν, όμως, ότι όποιος κέρδιζε τον αγώνα θα ζητούσε ό,τι ήθελε. Ξαφνικά μπροστά τους εμφανίστηκε μια Aston Martin και ο Roes οδηγώντας την έφτασαν στην Βρετανία. 
     Ο βασιλιάς με πολύ κόπο τους βρήκε και τους είπε για τον αγώνα και το έπαθλο. Τους κάλεσε στο βασίλειο και τους ρώτησε τι ήθελαν. Αυτοί απάντησαν συγχρόνως ότι θέλουν μια βίλα. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Η μάχη των ninja

    Κάποτε σε μία μικρή πόλη πολύ μακριά από εδώ, την οποία σκέπαζε πολύ συχνά ομίχλη, ζούσε ένας άνδρας, που ήταν γνώστης των κινέζικων πολεμικών τεχνών. Ο άντρας αυτός ονομαζόταν Ριόκο Σάκη και είχε μια μυστική ταυτότητα. Ήταν ninja και είχε σκοπό να προστατεύσει τον τόπο του. 
    Όλα κυλούσαν ήρεμα, όταν ξαφνικά ήρθαν σκοτεινοί ninja που λεηλάτησαν και κατέλαβαν την πόλη. Ο Ριόκο Σάκη προσπάθησε να τους εμποδίσει, αλλά δεν τα κατάφερε. όμως, μπόρεσε να τους ξεφύγει και να κρυφτεί. Οι ημέρες περνούσαν και δεν υπήρξε καμία αλλαγή. Τότε, καθώς ο Ριόκο Σάκη σκεφτόταν, είδε τους σκοτεινούς ninja να συλλαμβάνουν έναν πολίτη και χωρίς δεύτερη σκέψη τον έσωσε. Αμέσως ο άνθρωπος αυτός του ζήτησε να τον διδάξει την τέχνη των ninja. Εκείνος τον εκπαίδευσε και μετά από λίγο καιρό έγινε συμπολεμιστής του. Το όνομά του άντρα ήταν Γιάκα Λι. Ο Γιάκα Λι είπε ότι καθώς έψαχνε στο σπίτι του, ανακάλυψε ένα χαρτονόμισμα. Το χαρτονόμισμα του το είχε δώσει ο μάγος Μέρλιν, γιατί κάποτε τον βοήθησε. Ο Γιάκα Λι θέλησε να το δώσει στον Ριόκο Σάκη, γιατί του έσωσε τη ζωή από τους σκοτεινούς ninja. Τον πληροφόρησε επίσης ότι ο αρχηγός τους ήταν ένα μαύρο πούμα που ήθελε να ξυπνήσει μια αρχαία κατάρα για να καταστρέψει τον κόσμο. 
      Αμέσως οι δύο τους ξεκίνησαν να βρουν τον αρχηγό για να σταματήσουν τα σχέδιά του. Μετά από λίγο έφτασαν στο αρχηγείο του πούμα. Αφού πολέμησαν εκατοντάδες σκοτεινούς ninja, έφτασαν και στον αρχηγό τους. Ξέσπασε μια τρομερή μονομαχία. Η μονομαχία κράτησε μέχρι το πρωί. Τελικά  ο Ριόκο Σάκη και ο Γιάκα Λι νίκησαν και επέστρεψαν πίσω με το μαγικό χαρτονόμισμα. 
   Οι κάτοικοι για να τους επιβραβεύσουν για τη γενναιότητα και την ανδρεία τους τους πρόσφεραν πολλά χρήματα, αλλά εκείνοι δεν τα δέχτηκαν λέγοντας ότι η μόνη ανταμοιβή τους ήταν ότι όλοι σώθηκαν και είναι ασφαλείς. Όσο για το πούμα, δεν το ξαναείδε ποτέ κανείς.


Η μικρή μάγισσα

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα νησί ζούσε μια κοπέλα που λεγόταν Βασιλική. Δεν ήταν πλούσια, αλλά ήταν πολύ όμορφη. Ο πατέρας της και η μητέρα της ήταν μάγοι, έτσι και εκείνη είχε ρίζες στην μαγεία. Το νησί, στο οποίο ζούσε, ήταν υπό την  εξουσία του κακού βασιλιά Βίκτορα, που βασάνιζε και θανάτωνε τις μάγισσες. Καλές και κακές τις σκότωνε!!! Η Βασιλική είχε ένα σκυλάκι, τον Πλάτωνα, ο οποίος την καθησύχαζε πως κανείς δεν θα καταλάβει ότι ήταν μάγισσα. Έτσι, λοιπόν, ο Πλάτωνας της πρότεινε για να νοιώθουν ασφάλεια να πετάξουν ψηλά με την μαγική σκούπα της Βασιλικής για να σωθούν. Ο μόνος που τους είδε ήταν ένας υπνοβάτης ταχυδρόμος. Μόλις το έμαθε ο βασιλιάς Βίκτορας λύσσαξε από το μίσος του, που ένα παιδί μάγισσας έμενε στο νησί χωρίς να το καταλάβει. Έτσι, λοιπόν, έστειλε στρατιώτες να βρουν την Βασιλική να την σκοτώσουν. Όταν, λοιπόν, την είδε ένας στρατιώτης που λεγόταν Λιξουλίνξος, η Βασιλική έκανε μαγικά. Γύρισε στο παρελθόν, γνώρισε τους γονείς της και έμεινε σε ένα όμορφο σπίτι. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Τα μαγικά αβγά

    Όλοι ξέρουμε πολλές ιστορίες, όπως το ασχημόπαπο. Αυτή η ιστορία δεν έχει γραφτεί ποτέ...

    Κάποτε ήταν μια κοπέλα που λεγόταν Λούση. Δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσια και από μικρή αναζητούσε την περιπέτεια. Ζούσε στο Ζανκόρντιον, ένα παραδεισένιο και φημισμένο μαγικό νησί. Εκεί υπήρχαν 534.565.467.890.150 μαγικά. Μια μέρα που πήγε στο δάσος, είδε έναν άνθρωπο να έχει ανοιχτή μια ομπρέλα. 

- Γιατί, καλέ μου άνθρωπε, έχεις ανοιχτή την ομπρέλα, αφού δεν βρέχει; τον ρώτησε.
- Περιμένω να φυσήξει αέρας για να φύγω, της απαντάει. Θες να μου την κρατήσεις και θα σου δώσω τρία μαγικά αβγά;
- Ναι! απαντάει ενθουσιασμένη. Θα ήθελα να ζήσω μια περιπέτεια. Και σε τι θα μου χρησιμεύσουν;
- Κάθε φορά που θα σπας ένα αβγό, θα λες μια ευχή και αυτή θα πραγματοποιείται. 

    Εκείνη την ώρα φυσάει αέρας και τη  παίρνει σε ένα βουνό τρομακτικό. Εκεί είδε ένα μενταγιόν, το οποίο ήταν χαραγμένος ένας ήλιος. Το πήρε και το φόρεσε. Μέσα σε μια σπηλιά είδε έναν δράκο, που φορούσε και αυτός ένα μενταγιόν με χαραγμένο το φεγγάρι. Κάποιοι έλεγαν ότι αν ενώσεις τα δύο μενταγιόν, θα λυθούν κάποια μάγια. Όταν την είδε ο δράκος, την κυνήγησε για να της πάρει το μενταγιόν. Καθώς την κυνηγούσε ο δράκος, η Λούση έσπασε δύο αβγά και ευχήθηκε να τρέχει πολύ γρήγορα και να φτάσει κάπου με πολλές λιχουδιές. Έφτασε σε ένα παλάτι και τι δεν είδε!!! Υπήρχαν , όμως, και άνθρωποι που διαμαρτύρονταν και φώναζαν "Πεινάμε". Φτάνοντας και ο δράκος στο παλάτι, έσπασε και το τρίτο αβγό λέγοντας "Μακάρι να ήταν όλα κανονικά". Κάποια στιγμή τα δύο μενταγιόν, αυτό με τον ήλιο και αυτό με το φεγγάρι, έγιναν ένα. Τότε ο δράκος έγινε πρίγκηπας! Ο βασιλιάς λέει στην Λούση ότι θα της δώσει τον γιο της να τον παντρευτεί. Παντρεύτηκαν και έκαναν και ένα παιδί.



Φτιάχνοντας τα δικά μας παραμύθια

Αφού ολοκληρώσαμε και την πλαστικοποίηση της τράπουλας, οι επίδοξοι παραμυθάδες διάλεγαν μία κάρτα από τα δέκα βασικά στοιχεία και έχοντας ως βάση τις επιλογές τους κλήθηκαν να γράψουν το δικό τους παραμύθι. Ας διαβάσουμε τις υπέροχες δημιουργίες τους...

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Η τράπουλα του παραμυθιού

Διαβάζοντας όχι μόνο γνωστά παραμύθια, αλλά και αυτά που δημιούργησαν τα ίδια τα παιδιά, βρήκαν ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους. Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία, όπως η ύπαρξη ήρωα και ανταγωνιστή, μια συμφορά, αλλά στο τέλος μια ευτυχής κατάληξη και άλλα πολλά. Φυσικά αυτές τις ομοιότητες πολλοί προσπάθησαν να αναλύσουν και να τις κατατάξουν συστηματικά, αλλά ένας κατάφερε τελικά να καταλάβει την μαγεία του παραμυθιού, ο Βλαδίμηρος Προπ. Ο Ρώσος θεωρητικός μελετώντας τα λαϊκά παραμύθια της χώρας του διαπίστωσε ότι τελικά υπάρχουν 31 λειτουργίες που καθορίζουν τη δράση των ηρώων, τις οποίες και κατέγραψε στο έργο του "Μορφολογία του Παραμυθιού". Αφού, λοιπόν, κάναμε μια μικρή αναφορά στον συγκεκριμένο θεωρητικό, οι μικροί βιβλιοφάγοι απομόνωσαν δέκα βασικά στοιχεία του παραμυθιού:
  • Αρχική κατάσταση∙ βρισκόμαστε σε κάποιο μέρος.
  • Ήρωας∙ ένας άνθρωπος ή ένα ζώο.
  • Συμφορά∙ κάτι κακό συμβαίνει.
  • Ανταγωνιστής∙ εμφάνιση του κακού.
  • Μαγικό μέσο∙ ένα αντικείμενο που έχει μαγικές ιδιότητες.
  • Τρόπος εξασφάλισης του μέσου∙ με κάποιον τρόπο αποκτά ο ήρωας το μέσο.
  • Μαγικός βοηθός∙ συνήθως εμφανίζεται μια νεράιδα, ένας μάγος, ένα ζώο που μιλάει και προσφέρει επιπλέον βοήθεια.
  • Τρόπος αναμέτρησης∙ ο ήρωας αντιμετωπίζει την απειλή, τον ανταγωνιστή.
  • Επιστροφή∙ ο ήρωας επιστρέφει πίσω νικηφόρα.
  • Ανταμοιβή∙ κάθε παραμύθι τελειώνει με την ανταμοιβή του ήρωα είτε αυτή είναι ηθική είτε υλική.
Αφού τα γράψουμε στον πίνακα, αναφέρουμε διάφορες επιλογές που θα μπορούσαμε να έχουμε, π.χ.
  • Αρχική κατάσταση: βασίλειο, γήπεδο.
  • Ήρωας: βασιλόπουλο, ζώο.
  • Συμφορά: κατάχρηση εξουσίας, έγκλημα.
  • Ανταγωνιστής: μάγος, ζώο.
  • Μαγικό μέσο: ομπρέλα, χαλί.
  • Τρόπος εξασφάλισης του μέσου: καλή πράξη, κλοπή.
  • Μαγικός βοηθός: τζίνι, ζώο.
  • Τρόπος αναμέτρησης: πάλη, αίνιγμα.
  • Επιστροφή: συναρπαστικά, μαγικά.
  • Ανταμοιβή: γάμος, εξουσία.
Πήραμε λευκό χαρτόνι και το κόψαμε σε 50 μικρές κάρτες, όπως τα τραπουλόχαρτα. Φτιάξαμε στον υπολογιστή από πέντε ετικέτες για κάθε στοιχείο και τις εκτυπώσαμε. Στη συνέχεια τις κολλήσαμε στις κάρτες. 




Τις χωρίσαμε σε 10 κατηγορίες, όσα είναι τα στοιχεία, και οι μικροί μας καλλιτέχνες διάλεγαν κάρτες και έδινα μορφή σε αυτά που είχαν αναφέρει πριν. Όταν τελείωσαν, πλαστικοποιήσαμε τις κάρτες.