Ένα ζεστό καλωσόρισμα!!!

Σε αυτό το blog μπορείτε να δείτε τις δραστηριότητες των μαθητών του 2ου 9/θέσιου Πρότυπου Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου Ρόδου, οι οποίοι συμμετέχουν στον όμιλο λογοτεχνίας. Ελάτε μαζί τους να κάνετε ένα ταξίδι στον υπέροχο κόσμο των βιβλίων και καθώς περνάει ο καιρός περιπλανηθείτε μαζί τους στον δικό τους φανταστικό κόσμο μέσα από τις ιστορίες τους, τα έργα τους...

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ο ήλιος και το φεγγάρι

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό σύννεφο ζούσε ο ήλιος, ο κύριος Κιτρινούλης. Σε ένα άλλο, όμως, ζούσε το φεγγάρι, ο κύριος Ασπρούλης. Και οι δυο ήταν ευτυχισμένοι, αλλά μισούσε ο ένας τον άλλο. Μια συναρπαστική μέρα, συναρπαστική γιατί ήταν τα γενέθλια του ήλιου, έγινε μια σύγκρουση. Τότε τα σπίτια του κυρίου Ασπρούλη και του κυρίου Κιτρινούλη ενώθηκαν και ερωτεύτηκαν. Έτσι παντρεύτηκαν και αυτοί έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.


Η αγάπη και ο διάβολος

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η αγάπη και ο διάβολος. Ο διάβολος έκανε συνέχεια αταξίες και συνέχεια έκλεβε. Η αγάπη έκανε όλους τους ανθρώπους να αγαπάνε και να μην κλέβουν ποτέ. Μια μέρα η αγάπη άκουσε ότι ο διάβολος δεν αγαπούσε κανέναν και έκανε όλα αυτά τα άσχημα πράγματα. Αμέσως πήγε να τον βρει και να του πει να σταματήσει. Πήγε στο σπίτι του και χτύπησε την πόρτα. Ο διάβολος ανοίγει και καταλαβαίνει ότι είναι η αγάπη, γιατί φορούσε ένα φόρεμα με πολλές καρδιές και είχε στο κεφάλι της και μια κορώνα με μια μεγάλη καρδιά και κάποιες μικρές. Η αγάπη είπε στον διάβολο να σταματήσει να κλέβει και να κάνει αταξίες. Εκείνος δεν την άκουσε και της έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Δεν τα παράτησε, όμως, ξαναχτύπησε την πόρτα και όταν άνοιξε, μπήκε μέσα. Του είπε ότι θα τον βοηθήσει και εκείνος δέχτηκε. Πήγαν σε ένα σύννεφο να μιλήσουν, αλλά δεν μπορούσε να τον πείσει να μην κλέβει. Τελικά τον έπεισε με ένα φιλί. Εκείνη την στιγμή έφυγε όλο το μίσος από τον διάβολο και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Χαρά και Λύπη

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Χαρούλα που ζούσε στο νησί των Αντιθέσεων. Εκεί ήταν δυο χωριά,  το Θετικοστολάνο και το Αρνητικοστολάνο. Αυτή ζούσε στο πρώτο και πάντα γελούσε και ήταν χαρούμενο άτομο σε αντίθεση με την Λυπινία. Η Χαρούλα προσπάθησε να την βοηθήσει και της έδωσε ένα παγωτό. Εκείνη είπε ότι άδικα ξόδεψαν το γάλα, γιατί δεν τρώει παγωτό και άρχισε να κλαίει. Πήγαν, λοιπόν, ένα ταξίδι, αλλά τίποτα δεν έγινε. Της πήρε ένα παιχνίδι, πάλι τίποτα. Ακόμα και σε ένα σόου με κλόουν έκλαιγε, γιατί τους φοβόταν. Μια μέρα η Χαρούλα της ζήτησε να πάνε στο δάσος για πικ νικ. Ενώ κάθονταν, ήρθε μια αρκούδα να τους πάρει το μέλι. Έτρεξαν προς το χωριό να τους προειδοποιήσουν ότι έρχεται μια αρκούδα. Όλοι έτρεχαν, παντού  έβλεπες να τσιρίζουν και να φωνάζουν, να κλείνονται στα σπίτια τους εκτός από δύο κοριτσάκια. Η Λυπινία έτρεξε να τα σώσει. Πέτρες έπεσαν πάνω της ενώ τα έσωζε. Κάποια στιγμή, αφού έπιασαν την αρκούδα, βγήκε από τις πέτρες και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Ο δήμαρχος την βράβευσε. Από τότε όλα ήταν μια χαρά και το χαμόγελο ποτέ δεν σβήστηκε από τα χείλη κανενός.


Ειρήνη και πόλεμος στο ματς

Μια μέρα ο Πόλεμος το έσκασε από την φυλακή. Το ημερολόγιο έδειχνε 1939. Ο Πόλεμος αυτή τη φορά χτύπησε τον Χίτλερ. Την επόμενη μέρα ο Χίτλερ κήρυξε πόλεμο. Η Ειρήνη έβαλε στρατιώτες να συνεφέρουν τον Χίτλερ, αλλά  δεν γινόταν τίποτα. Ο Πόλεμος έβαλε πιστόλια, τουφέκια και πολλά άλλα όπλα να εξολοθρεύσουν τους ειρηνοποιούς. Η Ειρήνη έβαλε στους ειρηνοποιούς αλεξίσφαιρο και κατάφεραν να κερδίσουν και να χαθούν τα όπλα. Δεν μπορούσαν να γιορτάσουν, όμως, την νίκη τους, επειδή ήταν σαν να έχουν χάσει, γιατί είχε ξεσπάσει πόλεμος στη γη. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να σύρουν τον πόλεμο πίσω στην φυλακή. 
Είχε έρθει το 1945 και τα όπλα εξαντλήθηκαν. Χρειάζονταν σφαίρες, αλλά η Ειρήνη συνέλαβε τον Πόλεμο και έτσι θα τελείωνε η μάχη.  Ένα χρόνο μετά ο πόλεμος τελείωσε. Οι ειρηνοποιοί έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.


Λάβα και νερό

Κάποτε υπήρχε ένα πολύ μακρινό εξωτικό νησί κοντά στη Χαβάη. Αυτό το νησί είχε τα πάντα, παραλίες, club, κατοικήσιμα σπίτια, όπου ζούσαν φυσικά άνθρωποι, πάρκα και πολλά άλλα. Δεν είχε, όμως, μόνο καλά. Στην άκρη του νησιού υπήρχε ένα φοβερό ηφαίστειο. Ευτυχώς για τους κατοίκους το ηφαίστειο ήταν κοιμισμένο. Μια μέρα, όμως, ξύπνησε! Η θάλασσα προσπάθησε να το καθησυχάσει, αλλά μάταια. Το ηφαίστειο κατέστρεψε όλο το νησί. Μετά από αρκετό καιρό η θάλασσα αρρώστησε, επειδή δεν είχε ούτε οξυγόνο ούτε τροφή. Το ηφαίστειο κατάλαβε τότε ότι έκανε ένα πολύ μεγάλο λάθος. Δεν ήξερε, όμως, πως να επανορθώσει. Έτσι έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξυπνήσει πρώτα την θάλασσα. Την άλλη μέρα σταμάτησε να βγάζει λάβα και να αφήνει αέρια που μόλυναν τα πάντα. Ευτυχώς άρχισε εκείνη την μέρα επιπλέον να βρέχει και άρχισαν σιγά σιγά να φυτρώνουν πάλι δέντρα και φυτά. Το οξυγόνο ήρθε πάλι μαζί με τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους,αλλά -για ένα λεπτό- η θάλασσα δεν είχε ξυπνήσει.!
- Μα πώς;! είπε το ηφαίστειο με απορία. 
Από την στενοχώρια του το ηφαίστειο κοιμήθηκε και έχυσε ένα δάκρυ, το οποίο ξύπνησε την θάλασσα. Εκείνη είδε το νησί "ζωντανό" και κατάλαβε ότι το ηφαίστειο έσωσε το νησί. Έτσι η θάλασσα με ένα μεγάλο κύμα εξαφάνισε το ηφαίστειο στον πάτο του ωκεανού και έζησαν αυτοί καλά και εμείς... ας τα λέμε καλύτερα.


Το παραμύθι της ειρήνης και του πολέμου

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχαν δύο βασίλεια που το καθένα είχε δικό του βασιλιά. Ο ένας ήταν ο βασιλιάς Ειρηνικός και ο άλλος ο βασιλιάς Πολεμικός. Στο κάστρο του Ειρηνικού υπήρχε πάντα ειρήνη και γέλιο και όλοι οι κάτοικοι δεν τσακώνονταν ποτέ μεταξύ τους. Το κάστρο του Πολεμικού όμως, είχε πάντα πολέμους και τσακωμούς. Ο Ειρηνικός σκέφτηκε να πάει μια μέρα να πει στον Πολεμικό να ενώσουν τα βασίλειά τους για να μην τσακώνονται οι κάτοικοί του μεταξύ τους. Θα έφερνε ο ίδιος τους δικούς του κατοίκους να τους βοηθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους. Ο Πολεμικός του ζήτησε να τον αφήσει να το σκεφτεί λίγες μέρες. Ύστερα από λίγες μέρες αποφάσισε να δεχτεί την πρότασή του και να βοηθήσει έτσι τους κατοίκους του. Πήγε στο κάστρο του Ειρηνικού και του είπε ότι δέχεται την πρότασή του. Ο Ειρηνικός άρχισε αμέσως να ενώνει το κάστρο του με αυτό του Πολεμικού. Τελικά οι κάτοικοι του Ειρηνικού βοήθησαν τους κατοίκους του πολεμικού να λύσουν τις διαφορές τους και συμφώνησαν πως δεν πειράζει να διαφωνεί κάποιος με κάποιον άλλο, γιατί δεν είναι όλοι ίδιοι και ο καθένας έχει τις δικές του απόψεις. Κατάλαβαν επίσης ότι δεν πειράζει κάποιος να κάνει μια φορά στο τόσο τη χάρη σε κάποιον άλλο για να είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Στο τέλος ευχαρίστησε ο Πολεμικός τον Ειρηνικό που βοήθησε και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Ο Κώστας και η Ελένη

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα χωριό κοντά στα βουνά της Γροιλανδίας ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Κώστα, αλλά όλοι στο χωριό τον φώναζαν Χαρουμενούλη. Ήταν πάντα χαρούμενος, έλεγε συνέχεια αστεία και ήταν καλοσυνάτος. Στο απέναντι χωριό ζούσε ένα κορίτσι που δεν του άρεσε τίποτα. Όλα τα μισούσε, ακόμα και το χωριό της. Όποτε οι άλλοι της έλεγαν να παίξουν μπάλα, εκείνη έλεγε ότι μισεί την μπάλα. Αυτό το κορίτσι λεγόταν Ελένη, αλλά όλοι στο χωριό την φώναζαν Αντιθετούλα.
Όταν ο μπαμπάς και η μαμά της της είπαν ότι θα πάνε μια εκδρομή στο απέναντι χωριό, αυτή είπε: "Μισώ τις εκδρομές!", αλλά τελικά μετά από πολύ ώρα την έπεισαν και έτσι ξεκίνησαν την εκδρομή. Καθώς πήγαιναν, οι γονείς της μιλούσαν για διάφορα. Ξαφνικά ο μπαμπάς της γύρισε και την ρώτησε: "Ωραία δεν είναι η φύση;". Εκείνη απάντησε ότι την μισεί. Αφού έφτασαν, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και οι γονείς της πήγαν στο καφενείο να καθίσουν. 
- Πήγαινε να κάνεις νέους φίλους, της είπαν.
- Μισώ να κάνω φίλους, μουρμούρισε η Ελένη όπως πάντα. 
Καθώς προχωρούσε στο χωριό, συνάντησε τον Κώστα τον Χαρουμενούλη.
- Πώς σε λένε; ρώτησε το αγόρι.
- Ελένη Αντιθετούλα. Εσένα;
- Κώστα Χαρουμενούλη. Θες να γίνουμε φίλοι; ρώτησε ο Κώστας.
- Καλά. Αύριο θα συναντηθούμε εδώ, είπε η Ελένη.
- Εντάξει. θα παίξουμε αύριο, συμφώνησε ο Κώστας.
- Μισώ το παιχνίδι, λέει ξαφνικά η Ελένη. 
Την επόμενη μέρα που συναντήθηκαν, έπαιζαν συνέχεια και με άλλα παιδιά. Αυτό γινόταν κάθε μέρα και άρεσε όλο και πιο πολύ στην Ελένη μέχρι που ξεφώνισε: "Αγαπώ το παιχνίδι, τους φίλους μου, την εξοχή, τα ζώα και τον Κώστα!". 
Έτσι εγκαταστάθηκαν στο χωριό και είπε στους γονείς της: "Μπαμπά, μαμά, σας αγαπώ!". και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Η ειρήνη νικάει πάντα

Κάποτε σε μια χώρα που βασίλευε η ειρήνη και όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, ήρθε ο πόλεμος και φώλιασε στις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι τότε άρχισαν να πολεμάνε μέρα νύχτα χωρίς σταματημό. Όλοι προσπαθούσαν να καταστρέψουν ο ένας τον άλλο και συνέχιζαν με αυτό τον τρόπο να λεηλατούν και να δημιουργούν το χάος.
Μια μέρα ένας άγνωστος άντρας έχοντας ακούσει για αυτό τον τόπο θέλησε να βοηθήσει τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Το επόμενο πρωινό κίνησε για τον τόπο αυτό. Περπατούσε, περπατούσε και σε πέντε μέρες έφτασε στον προορισμό του. Μόλις πρωτοαντίκρυσε αυτό το τρομερό θέαμα δεν πίστευε στα μάτια του. Όλα ήταν απαίσια και φρικτά, το τοπίο αποκρουστικό και σκεπασμένο με πυκνή ομίχλη. Ο άντρας μη πιστεύοντας στα μάτια του ρώτησε κάποιον που ήταν η ειρήνη. Εκείνος του απάντησε ότι εξαφανίστηκε για πάντα. Απογοητευμένος από την απάντηση αυτή ξεκίνησε ο άντρας να βρει και να φέρει πίσω την ειρήνη. Ταξίδευε για οχτώ μερόνυχτα, όταν ξαφνικά, ενώ ήταν αποφασισμένος να εγκαταλείψει την έρευνά του, βρήκε την ειρήνη σε μια σπηλιά πάνω σε ένα πανύψηλο βουνό, όπου ήταν φυλακισμένη. Χωρίς δεύτερη σκέψη την ελευθέρωσε και η ειρήνη νικώντας τον πόλεμο πήρε την θέση της πάλι μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και από τότε κυριαρχεί στον τόπο αυτό.

   

Ο Υπερκινητικός και ο Βαρετός

Μια μέρα υπήρχε ένας άνδρας που τον λεγόταν Σπόρταγκας. Έκανε συνέχεια γυμναστική και τούμπες. Υπήρχε και ένας άλλος άνδρας που λεγόταν Γαύρος. Ήταν όλη την μέρα με ένα γλυκό στο χέρι, ξαπλωμένος στον καναπέ και έβλεπε τηλεόραση. Έκανε τούμπες μόνο, όταν κατέβαινε τις σκάλες. Ο Σπόρταγκας πήγε μια μέρα να τον συναντήσει στο σπίτι του.

- Έχεις μήπως μια Bugatti Veryon; ρωτάει τον Γαύρο.
- Που να πηγαίνεις τώρα να την φέρεις!!!Κάτσε λίγο...
- Κατάλαβα! Κουράστηκες από την πολύ γυμναστική που έκανες πριν.
- Τι είπες; ρώτησε ο Γαύρος.
- Τίποτα, κάτι δικά μου, ψιθύρισε.

Ο Σπόρταγκας προσπάθησε να τον πείσει να πάνε για περπάτημα, αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί από τον καναπέ. Την επόμενη μέρα ξαναπήγε στο σπίτι του Γαύρου.

-Ααααα!φώναζε ο Γαύρος.
- Τι έγινε; ρώτησε με απορία ο Σπόρταγκας.
- Πονάει η μέση μου, του απαντά.

Τότε ξεκίνησε ο Γαύρος να κάνει γυμναστική για να νιώσει καλύτερα. Δυο χρόνια μετά κάνοντας συνεχώς γυμναστική συζητούσε με τον Σπόρταγκα.

- Θέλω να πιω Powerade, λέει ο Γαύρος.
- Εγώ όχι.
- Γιατί; 
- Κάνω δίαιτα, απαντάει ο Σπόρταγκας. 
-ΑΕΡΑΑΑ!!φωνάζει ένας άγνωστος νεαρός.
- Ποιος είναι αυτός; ρωτάει τον Σπόρταγκα ο Γαύρος.
- Δεν ξέρω.
- Με λένε Γιάννη Καστρουνή και κάνω bungee jumping. 
- Α, καλά! λένε και οι δυο με μια φωνή.


Η Αγάπη και ο Μίσιος

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα νησί, που λεγόταν Μίσος, ζούσε ένα αγόρι, ο Μίσιος, που μισούσε τα πάντα για πάντα, ακόμα και τα πιο όμορφα. Ο πατέρας και η μητέρα του προσπάθησαν να του δείξουν πως ο κόσμος δεν είναι εγωιστικός, όπως έλεγε, ούτε και τα λόγια της γιαγιάς του ήταν σωστά. Η γιαγιά του του έλεγε κάθε φορά πριν πάει σχολείο: "Σε έναν εγωιστικό κόσμο οι εγωιστές πετυχαίνουν!". Τον πήγαιναν στο πάρκο, του έδειχναν τα ζώα, αλλά αυτός τίποτα. Κάποτε οι γονείς του Μίσιου δεν άντεξαν άλλο και φώναξαν την Αγάπη από το γειτονικό νησί. Η μητέρα της λεγόταν Φίλη και ο πατέρας της Θαρρένιος. Όταν την φώναξαν, λοιπόν, για να βοηθήσει τον Μίσιο, η Αγάπη δέχτηκε με χαρά. Μόλις, όμως, ο Μίσιος έμαθε ότι θα ερχόταν η Αγάπη δεν ήθελε να την δει ούτε να ακούσει το όνομά της. Η Αγάπη, όμως, τον είδε και τον αγάπησε με την πρώτη ματιά. Τελικά τον έπεισε να πάνε βόλτα στο πάρκο να δούνε τα ζώα, να πάνε στην παραλία και στο θέατρο. Εκεί προσπάθησε να του μιλήσει για το νησί και την οικογένειά της. Τότε ο Μίσιος άρχισε να την συμπαθεί και εκείνος. Σιγά σιγά έγιναν φίλοι, ενώ δεν υπήρχε μέρα που δεν πήγαιναν μαζί βόλτα. Άρχισε και αυτός να της μιλά και έτσι δημιουργήθηκε μια ωραία φιλία! 
Κάποια μέρα η Αγάπη αρρώστησε βαριά και ο Μίσιος πήγε σπίτι της να την δει. Όταν άκουσε από τον γιατρό που ήταν στο δωμάτιό της ότι ήταν ετοιμοθάνατη, πήγε και την φίλησε με μάτια βουρκωμένα. ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του και κατέληξε στο πρόσωπο της Αγάπης. Τότε εκείνη ξύπνησε, παντρεύτηκε τον Μίσιο, έκαναν δύο παιδιά και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.





Ο Γελωτοποιός του δρόμου και ο βασιλιάς Κλέλιος

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα πανύψηλο παλάτι ζούσε ο βασιλιάς Κλέλιος. ήταν πάρα πολύ ευαίσθητος και δεν μπορούσε να γελάσει. Οι γιατροί του έλεγαν ότι έχει - πως το λένε- γελιοαρρώστια. Κάθε μέρα καλούσε όλων των ειδών γελωτοποιούς μπας και τον κάνουν να γελάσει. Έλα, όμως, που κανένας δεν τα κατάφερνε. Μια μέρα ήρθε στην Κλαμία ένας άντρας. Του άρεσε η πόλη και αποφάσισε να μείνει. Μέχρι, όμως, να βρει δουλειά αποφάσισε να κάνει τον γελωτοποιό απέναντι από το σπίτι του. Κάθε μέρα που περνούσε, όλα φαίνονταν βαρετά και σκοτεινά στα μάτια του γελωτοποιού. Κανείς δεν περνούσε και όλο και πιο πολύ στενοχωριόταν. Κάποια μέρα πέρασε ένα σκυλάκι. Μόλις το είδε, χάρηκε τόσο πολύ που άρχισε αμέσως να κινείται και να παίζει το ακορντεόν. Το σκυλάκι τρόμαξε και έφυγε. Τότε βγήκε ένα παιδί. Κάτι σαν χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Το παιδί τον πλησίασε και ακούμπησε το ακορντεόν.
- Αληθινό είναι; τον ρώτησε.
Αυτός κούνησε το κεφάλι του και από τότε ερχόντουσαν όλοι για να δουν τον περιβόητο γελωτοποιό και το ακορντεόν του. Όταν το έμαθε ο βασιλιάς, διέταξε να τον φέρουν αμέσως μπροστά του. Μόλις τον είδε και τον ενέκρινε, του είπε να αρχίσει τη μουσική. Ο Γελωτοποιός του ζήτησε να πιει ένα ποτό και να κάνει δύο σβούρες. Τι να κάνει και ο βασιλιάς, πίνει το ποτό και κάνει τις σβούρες. Ξαφνικά άρχισε να γελάει ασταμάτητα. Όταν ρώτησαν τον γελωτοποιό πως το έκανε, εκείνος απάντησε: "Εγώ δεν έκανα τίποτα!".


Τα παραμύθια των αντιθέσεων

Διαβάζοντας διάφορα παραμύθια, διέκριναν οι μικροί μας βιβλιοφάγοι ότι συνήθως έχουμε δύο αντίθετα συναισθήματα, αντίθετες καταστάσεις να συγκρούονται σε μια ιστορία. Αποφάσισαν, λοιπόν να γράψουν τη δική τους ιστορία, στην οποία θα υπάρχει η σύγκρουση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων!!!

Η μάχη στο ρινγκ

     Κάποτε στο ρινγκ "Πολέμου και Μίσους" έγινε μια μάχη. Ο Ντάριους ο Α΄ ηττήθηκε από τον Όλαφ Α΄. Τώρα ο Ντάριους ο Β΄, ο γιος του Ντάριους του Α΄, θα αντιμετωπίσει τον γιο του  Όλαφ του Α΄, τον Όλαφ τον Β΄. Είχαν βάλει στοίχημα ο νικητής να κερδίσει μια βίλα στις Μπαχάμες.
    Τη μέρα της μάχης ετοιμάστηκαν, αλλά ο Ντάριους ο Β΄ είχε ξεχάσει να βάλει βενζίνη στην Bugatti Veryon, που είχε. Τότε τρόμαξε. Καθώς πατούσε στο χαλάκι της εξώπορτας που γράφει πάνω "WELCOME", αυτό πέταξε. Χάρηκε και ξεκίνησε για το ρινγκ. Πετούσε σαν τον Αλαντίν. Όταν έφτασε, ο Όλαφ ο Β΄ ήταν ήδη εκεί. 
      Η μάχη αρχίζει. Ο Όλαφ επιτίθεται και κόβει τον χιτώνα του Ντάριους, αλλά και τη γωνία του ρινγκ. Τότε ο Ντάριους βρίσκει ευκαιρία και επιτίθεται στον Όλαφ. Εκείνος αποκρούει με το δεύτερο τσεκούρι του. 
- Ημίχρονο! φωνάζει ο διαιτητής. 
Απογοητευμένος ο Ντάριους ο Β΄ πηγαίνει στα αποδυτήρια. Εκεί βρίσκει το θρυλικό μαγικό τσεκούρι του πολέμου. Ξεκινάει το δεύτερο ημίχρονο και ο Ντάριους με το μαγικό του τσεκούρι νικά τον Όλαφ. 
   Μετά τη  νίκη του έμεινε δύο ημέρες στο ξενοδοχείο και έπειτα πήγε να βρει το μαγικό χαλί. Το είχαν σκίσει, όμως, οι οπαδοί του Όλαφ του Β΄. Ανέβηκε στο μαγικό του τσεκούρι, που μπορούσε και αυτό να πετάξει. Έφτασε στη βίλα του στις Μπαχάμες και χαλάρωσε στο ΣΠΑ!!!

Η Σμαραγδένια και η περιπέτειά της στη βιβλιοθήκη

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα χωριουδάκι ζούσε ένα κορίτσι που το λέγανε Σμαραγδένια. Ήταν 23 χρονών. Μια μέρα η Σμαραγδένια κατέβηκε στην πόλη να δανειστεί ένα βιβλίο. Ο βιβλιοθηκάριος, ο Φλορέντζο, που ήταν ένα νέο παλικάρι πρότεινε στην Σμαραγδένια ένα βιβλίο "Το σμαράγδι". Μόλις τον είδε, βέβαια, εκείνη τον ερωτεύτηκε. Το ίδιο και αυτός. Μόλις βγήκε έξω από την βιβλιοθήκη, μπήκαν τέσσερις κλέφτες. Άρχισαν, λοιπόν, να κλέβουν τα βιβλία. Τότε, μια μικρή πεταλουδίτσα στάθηκε στον ώμο της Σμαραγδένιας και της είπε: "Πήγαινε, μην φοβάσαι. Μονομάχησε μαζί τους και θα κερδίσεις". Εκείνη δεν τρόμαξε που η πεταλουδίτσα της μίλησε. Πήγε, μονομάχησε, κέρδισε τους κλέφτες, πήρε τα βιβλία και τα παρέδωσε στον βιβλιοθηκάριο. Τα επέστρεψε , όμως, με έναν μαγικό τρόπο, πετώντας σε ένα μαγικό χαλί. Η ανταμοιβή της ήταν η ερώτηση που δέχτηκε από τον βιβλιοθηκάριο: "Θα με παντρευτείς;". Η Σμαραγδένια φυσικά απάντησε: "Ναι! Θα σε παντρευτώ!". Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Το μπλοκαρισμένο σταυροδρόμι

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μαγικό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς με το γιο του, τον Πρίγκιπα Ρικάρντο. Όμως, μια μέρα οι συγχωριανοί του ειδοποίησαν το βασιλιά ότι ο κακός μάγος έχει μπλοκάρει το σταυροδρόμι με μεγάλες πέτρες και εμποδίζει την κίνηση. Δεν τους αφήνει να το ξεμπλοκάρουν, αν δεν αναμετρηθεί κάποιος μαζί του σε μια ξιφομαχία. Ενώ ο βασιλιάς αγωνιούσε τι να κάνει για να διώξει τον κακό μάγο, εμφανίστηκε το σούπερ κορίτσι και του είπε ότι μπορεί να τον βοηθήσει με μια ανταμοιβή. Ο βασιλιάς δέχτηκε και φώναξε τον γιο του Ρικάρντο. Εκείνος με το που την είδε, την ερωτεύτηκε. Το ίδιο και το κορίτσι. Ο βασιλιάς είδε ότι ο γιος του άρεσε στο σούπερ κορίτσι και σκέφτηκε να τον δώσει ως ανταμοιβή.

- Σούπερ κορίτσι, ως βασιλιάς σου θα σου προσφέρω το γιο μου ως ανταμοιβή, είπε ο βασιλιάς.
- Δέχομαι, βασιλιά μου. Φεύγω αμέσως για να διώξω τον κακό μάγο και να ξεμπλοκάρω το σταυροδρόμι, απάντησε το κορίτσι.
- Στάσου! Δεν μπορείς να πας με τα πόδια. Θα σου δώσω την άμαξά μου για να πας πιο γρήγορα, φώναξε ο βασιλιάς.

Το σούπερ κορίτσι καθώς πήγαινε στο μπλοκαρισμένο σταυροδρόμι, είδε στον δρόμο κάτι να αστράφτει. Σταμάτησε και το έπιασε στα χέρια της.
- Μα τι είναι αυτό; απόρησε. Κάτσε να το τρίψω για να δω.
- Ταρατατα!!! Γεια σου, χαίρω πολύ! Είμαι το μαγικό τζίνι και θα είμαι ο μαγικός σου βοηθός!
- Α, ωραία! Λοιπόν, θα με βοηθήσεις να κερδίσω τον κακό μάγο στην ξιφομαχία.

Όταν έφτασαν, το σούπερ κορίτσι φώναξε στον κακό μάγο:
- Έι, μάγε! Εγώ θα ξιφομαχήσω μαζί σου!
- Μμμ, ένα κοριτσάκι θα είναι πανεύκολο, μονολόγησε ο μάγος.
- Ναι; Έτσι νομίζεις;
- Ωραία, πάμε, λοιπόν! Ας ξεκινήσουμε.

Το μαγικό τζίνι έδωσε στο κορίτσι την καλύτερη στολή και το καλύτερο ξίφος. 
- Ααα, με νίκησες! φώναξε ο κακός μάγος. Σε παραδέχομαι. Είσαι δυνατότερη από εμένα. Φεύγω. Μπορείς να βγάλεις τις πέτρες από το σταυροδρόμι.
- Τζίνι, σε ευχαριστώ που με βοήθησες να νικήσω, είπε το κορίτσι στο τζίνι.

Το αποχαιρέτησε και γύρισε πετώντας στο κάστρο. Ενημέρωσε τον βασιλιά για τη νίκη της και εκείνος της έδωσε το γιο του για να παντρευτούν. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Μια περίεργη ιστορία

     Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που έμενε κοντά σε ένα γήπεδο. Το όνομά του ήταν Marko Roes. Αυτός έπρεπε να πάει στην Ουαλία για έναν αγώνα. Ήταν, όμως, πολύ φτωχός και δεν ήξερε πως να πάει. Ξεκίνησε το ταξίδι του με τα πόδια και μετά από μια ώρα περπάτημα έπεσε σε ένα σταυροδρόμι. Είχε τρεις πινακίδες και δεν ήξερε προς τα που να πάει. Ξαφνικά ένα άγριο σκυλί του όρμηξε και άρχισε ένας μεγάλος τσακωμός. Όταν τελείωσαν, ρωτάει ο σκύλος τον άντρα:

- Πώς σε λένε;
- Marko Roes, του απαντάει.
- Και πώς βρέθηκες εδώ; ρωτάει πάλι ο σκύλος.

Ο Marko Roes του είπε όλη την ιστορία του και αυτός συμφώνησε να πάει μαζί του. Ξαφνικά έφτασαν σε ένα στρατόπεδο και είδαν ένα αερόστατο. Παρέμειναν κρυμμένοι πίσω από έναν θάμνο. Ο σκύλος όρμηξε στον φύλακα και μετά ξέφυγαν οι δυο τους με το αερόστατο. Με λίγα λόγια το είχαν κλέψει.
    Ξαφνικά ο αέρας άλλαξε και βρέθηκαν σε ένα περίεργο νησί. Αυτό το νησί ήταν κάποιων πειρατών και τους αιχμαλώτισαν. Το βράδυ μετά το γλέντι τους, όλοι αποκοιμήθηκαν και εκείνοι κατάφεραν και απέδρασαν. Για κακή τους τύχη ένας πειρατής τους αντιλήφθηκε και ξύπνησε τους άλλους. Άρχισαν να τρέχουν πολύ γρήγορα και έπεσαν σε μια καταπακτή γεμάτη χρυσό. Εκεί βρήκαν και ένα τζίνι και έκαναν μια ευχή, "Να πάμε στον αγώνα". 
   Στον αγώνα βρήκε ο Marko Roes τον αντίπαλό του, τον Ricardo Podolski. Μετά από ώρα τρεξίματος και για ένα χιλιοστό έχασε ο αντίπαλός του. Οι δύο φίλοι, ο Marko Roes και ο σκύλος, αποφάσισαν να ζήσουν στην Γερμανία. Δεν ήξεραν, όμως, ότι όποιος κέρδιζε τον αγώνα θα ζητούσε ό,τι ήθελε. Ξαφνικά μπροστά τους εμφανίστηκε μια Aston Martin και ο Roes οδηγώντας την έφτασαν στην Βρετανία. 
     Ο βασιλιάς με πολύ κόπο τους βρήκε και τους είπε για τον αγώνα και το έπαθλο. Τους κάλεσε στο βασίλειο και τους ρώτησε τι ήθελαν. Αυτοί απάντησαν συγχρόνως ότι θέλουν μια βίλα. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Η μάχη των ninja

    Κάποτε σε μία μικρή πόλη πολύ μακριά από εδώ, την οποία σκέπαζε πολύ συχνά ομίχλη, ζούσε ένας άνδρας, που ήταν γνώστης των κινέζικων πολεμικών τεχνών. Ο άντρας αυτός ονομαζόταν Ριόκο Σάκη και είχε μια μυστική ταυτότητα. Ήταν ninja και είχε σκοπό να προστατεύσει τον τόπο του. 
    Όλα κυλούσαν ήρεμα, όταν ξαφνικά ήρθαν σκοτεινοί ninja που λεηλάτησαν και κατέλαβαν την πόλη. Ο Ριόκο Σάκη προσπάθησε να τους εμποδίσει, αλλά δεν τα κατάφερε. όμως, μπόρεσε να τους ξεφύγει και να κρυφτεί. Οι ημέρες περνούσαν και δεν υπήρξε καμία αλλαγή. Τότε, καθώς ο Ριόκο Σάκη σκεφτόταν, είδε τους σκοτεινούς ninja να συλλαμβάνουν έναν πολίτη και χωρίς δεύτερη σκέψη τον έσωσε. Αμέσως ο άνθρωπος αυτός του ζήτησε να τον διδάξει την τέχνη των ninja. Εκείνος τον εκπαίδευσε και μετά από λίγο καιρό έγινε συμπολεμιστής του. Το όνομά του άντρα ήταν Γιάκα Λι. Ο Γιάκα Λι είπε ότι καθώς έψαχνε στο σπίτι του, ανακάλυψε ένα χαρτονόμισμα. Το χαρτονόμισμα του το είχε δώσει ο μάγος Μέρλιν, γιατί κάποτε τον βοήθησε. Ο Γιάκα Λι θέλησε να το δώσει στον Ριόκο Σάκη, γιατί του έσωσε τη ζωή από τους σκοτεινούς ninja. Τον πληροφόρησε επίσης ότι ο αρχηγός τους ήταν ένα μαύρο πούμα που ήθελε να ξυπνήσει μια αρχαία κατάρα για να καταστρέψει τον κόσμο. 
      Αμέσως οι δύο τους ξεκίνησαν να βρουν τον αρχηγό για να σταματήσουν τα σχέδιά του. Μετά από λίγο έφτασαν στο αρχηγείο του πούμα. Αφού πολέμησαν εκατοντάδες σκοτεινούς ninja, έφτασαν και στον αρχηγό τους. Ξέσπασε μια τρομερή μονομαχία. Η μονομαχία κράτησε μέχρι το πρωί. Τελικά  ο Ριόκο Σάκη και ο Γιάκα Λι νίκησαν και επέστρεψαν πίσω με το μαγικό χαρτονόμισμα. 
   Οι κάτοικοι για να τους επιβραβεύσουν για τη γενναιότητα και την ανδρεία τους τους πρόσφεραν πολλά χρήματα, αλλά εκείνοι δεν τα δέχτηκαν λέγοντας ότι η μόνη ανταμοιβή τους ήταν ότι όλοι σώθηκαν και είναι ασφαλείς. Όσο για το πούμα, δεν το ξαναείδε ποτέ κανείς.


Η μικρή μάγισσα

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα νησί ζούσε μια κοπέλα που λεγόταν Βασιλική. Δεν ήταν πλούσια, αλλά ήταν πολύ όμορφη. Ο πατέρας της και η μητέρα της ήταν μάγοι, έτσι και εκείνη είχε ρίζες στην μαγεία. Το νησί, στο οποίο ζούσε, ήταν υπό την  εξουσία του κακού βασιλιά Βίκτορα, που βασάνιζε και θανάτωνε τις μάγισσες. Καλές και κακές τις σκότωνε!!! Η Βασιλική είχε ένα σκυλάκι, τον Πλάτωνα, ο οποίος την καθησύχαζε πως κανείς δεν θα καταλάβει ότι ήταν μάγισσα. Έτσι, λοιπόν, ο Πλάτωνας της πρότεινε για να νοιώθουν ασφάλεια να πετάξουν ψηλά με την μαγική σκούπα της Βασιλικής για να σωθούν. Ο μόνος που τους είδε ήταν ένας υπνοβάτης ταχυδρόμος. Μόλις το έμαθε ο βασιλιάς Βίκτορας λύσσαξε από το μίσος του, που ένα παιδί μάγισσας έμενε στο νησί χωρίς να το καταλάβει. Έτσι, λοιπόν, έστειλε στρατιώτες να βρουν την Βασιλική να την σκοτώσουν. Όταν, λοιπόν, την είδε ένας στρατιώτης που λεγόταν Λιξουλίνξος, η Βασιλική έκανε μαγικά. Γύρισε στο παρελθόν, γνώρισε τους γονείς της και έμεινε σε ένα όμορφο σπίτι. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Τα μαγικά αβγά

    Όλοι ξέρουμε πολλές ιστορίες, όπως το ασχημόπαπο. Αυτή η ιστορία δεν έχει γραφτεί ποτέ...

    Κάποτε ήταν μια κοπέλα που λεγόταν Λούση. Δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσια και από μικρή αναζητούσε την περιπέτεια. Ζούσε στο Ζανκόρντιον, ένα παραδεισένιο και φημισμένο μαγικό νησί. Εκεί υπήρχαν 534.565.467.890.150 μαγικά. Μια μέρα που πήγε στο δάσος, είδε έναν άνθρωπο να έχει ανοιχτή μια ομπρέλα. 

- Γιατί, καλέ μου άνθρωπε, έχεις ανοιχτή την ομπρέλα, αφού δεν βρέχει; τον ρώτησε.
- Περιμένω να φυσήξει αέρας για να φύγω, της απαντάει. Θες να μου την κρατήσεις και θα σου δώσω τρία μαγικά αβγά;
- Ναι! απαντάει ενθουσιασμένη. Θα ήθελα να ζήσω μια περιπέτεια. Και σε τι θα μου χρησιμεύσουν;
- Κάθε φορά που θα σπας ένα αβγό, θα λες μια ευχή και αυτή θα πραγματοποιείται. 

    Εκείνη την ώρα φυσάει αέρας και τη  παίρνει σε ένα βουνό τρομακτικό. Εκεί είδε ένα μενταγιόν, το οποίο ήταν χαραγμένος ένας ήλιος. Το πήρε και το φόρεσε. Μέσα σε μια σπηλιά είδε έναν δράκο, που φορούσε και αυτός ένα μενταγιόν με χαραγμένο το φεγγάρι. Κάποιοι έλεγαν ότι αν ενώσεις τα δύο μενταγιόν, θα λυθούν κάποια μάγια. Όταν την είδε ο δράκος, την κυνήγησε για να της πάρει το μενταγιόν. Καθώς την κυνηγούσε ο δράκος, η Λούση έσπασε δύο αβγά και ευχήθηκε να τρέχει πολύ γρήγορα και να φτάσει κάπου με πολλές λιχουδιές. Έφτασε σε ένα παλάτι και τι δεν είδε!!! Υπήρχαν , όμως, και άνθρωποι που διαμαρτύρονταν και φώναζαν "Πεινάμε". Φτάνοντας και ο δράκος στο παλάτι, έσπασε και το τρίτο αβγό λέγοντας "Μακάρι να ήταν όλα κανονικά". Κάποια στιγμή τα δύο μενταγιόν, αυτό με τον ήλιο και αυτό με το φεγγάρι, έγιναν ένα. Τότε ο δράκος έγινε πρίγκηπας! Ο βασιλιάς λέει στην Λούση ότι θα της δώσει τον γιο της να τον παντρευτεί. Παντρεύτηκαν και έκαναν και ένα παιδί.



Φτιάχνοντας τα δικά μας παραμύθια

Αφού ολοκληρώσαμε και την πλαστικοποίηση της τράπουλας, οι επίδοξοι παραμυθάδες διάλεγαν μία κάρτα από τα δέκα βασικά στοιχεία και έχοντας ως βάση τις επιλογές τους κλήθηκαν να γράψουν το δικό τους παραμύθι. Ας διαβάσουμε τις υπέροχες δημιουργίες τους...

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Η τράπουλα του παραμυθιού

Διαβάζοντας όχι μόνο γνωστά παραμύθια, αλλά και αυτά που δημιούργησαν τα ίδια τα παιδιά, βρήκαν ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους. Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία, όπως η ύπαρξη ήρωα και ανταγωνιστή, μια συμφορά, αλλά στο τέλος μια ευτυχής κατάληξη και άλλα πολλά. Φυσικά αυτές τις ομοιότητες πολλοί προσπάθησαν να αναλύσουν και να τις κατατάξουν συστηματικά, αλλά ένας κατάφερε τελικά να καταλάβει την μαγεία του παραμυθιού, ο Βλαδίμηρος Προπ. Ο Ρώσος θεωρητικός μελετώντας τα λαϊκά παραμύθια της χώρας του διαπίστωσε ότι τελικά υπάρχουν 31 λειτουργίες που καθορίζουν τη δράση των ηρώων, τις οποίες και κατέγραψε στο έργο του "Μορφολογία του Παραμυθιού". Αφού, λοιπόν, κάναμε μια μικρή αναφορά στον συγκεκριμένο θεωρητικό, οι μικροί βιβλιοφάγοι απομόνωσαν δέκα βασικά στοιχεία του παραμυθιού:
  • Αρχική κατάσταση∙ βρισκόμαστε σε κάποιο μέρος.
  • Ήρωας∙ ένας άνθρωπος ή ένα ζώο.
  • Συμφορά∙ κάτι κακό συμβαίνει.
  • Ανταγωνιστής∙ εμφάνιση του κακού.
  • Μαγικό μέσο∙ ένα αντικείμενο που έχει μαγικές ιδιότητες.
  • Τρόπος εξασφάλισης του μέσου∙ με κάποιον τρόπο αποκτά ο ήρωας το μέσο.
  • Μαγικός βοηθός∙ συνήθως εμφανίζεται μια νεράιδα, ένας μάγος, ένα ζώο που μιλάει και προσφέρει επιπλέον βοήθεια.
  • Τρόπος αναμέτρησης∙ ο ήρωας αντιμετωπίζει την απειλή, τον ανταγωνιστή.
  • Επιστροφή∙ ο ήρωας επιστρέφει πίσω νικηφόρα.
  • Ανταμοιβή∙ κάθε παραμύθι τελειώνει με την ανταμοιβή του ήρωα είτε αυτή είναι ηθική είτε υλική.
Αφού τα γράψουμε στον πίνακα, αναφέρουμε διάφορες επιλογές που θα μπορούσαμε να έχουμε, π.χ.
  • Αρχική κατάσταση: βασίλειο, γήπεδο.
  • Ήρωας: βασιλόπουλο, ζώο.
  • Συμφορά: κατάχρηση εξουσίας, έγκλημα.
  • Ανταγωνιστής: μάγος, ζώο.
  • Μαγικό μέσο: ομπρέλα, χαλί.
  • Τρόπος εξασφάλισης του μέσου: καλή πράξη, κλοπή.
  • Μαγικός βοηθός: τζίνι, ζώο.
  • Τρόπος αναμέτρησης: πάλη, αίνιγμα.
  • Επιστροφή: συναρπαστικά, μαγικά.
  • Ανταμοιβή: γάμος, εξουσία.
Πήραμε λευκό χαρτόνι και το κόψαμε σε 50 μικρές κάρτες, όπως τα τραπουλόχαρτα. Φτιάξαμε στον υπολογιστή από πέντε ετικέτες για κάθε στοιχείο και τις εκτυπώσαμε. Στη συνέχεια τις κολλήσαμε στις κάρτες. 




Τις χωρίσαμε σε 10 κατηγορίες, όσα είναι τα στοιχεία, και οι μικροί μας καλλιτέχνες διάλεγαν κάρτες και έδινα μορφή σε αυτά που είχαν αναφέρει πριν. Όταν τελείωσαν, πλαστικοποιήσαμε τις κάρτες. 




Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Η Χιονάτη και τα ζώα της

Μια φορά και έναν καιρό η Χιονάτη ζούσε στο παλάτι της με τον πρίγκιπά της. Μια μέρα η Χιονάτη βγήκε στο δάσος. Βρήκε τρία μικρά γουρουνάκια, τον Τιμόν, τον Ζιμόν, τον Σιμόν. Γνωρίστηκαν και τα γουρουνάκια είχαν φίλη τη χελώνα. Η Χιονάτη ένοιωθε για τους φίλους της σαν να ήτανε δικά της ζωάκια. Μια μέρα μάλιστα πήρε τον πρίγκιπά της τον Τζακ για να του τα δείξει. Όμως η Κακιά Μάγισσα είχε και εκείνη ζωάκια, ένα λαγό και ένα λύκο, που ποτέ δεν τους ονόμασε. Αυτοί, λοιπόν, οι κακοί ήθελαν να σκοτώσουν την Χιονάτη, τα γουρουνάκια και τη χελώνα. Στο μεταξύ η Χιονάτη και τα ζώα της το ήξεραν αυτό για αυτό προφυλάσσονταν. Η Κακιά Μάγισσα και οι φίλοι της πήγαν να τους βρουν με σκοπό να τους σκοτώσουν, όμως η Χιονάτη της επιτέθηκε και την σκότωσε. Για αυτό όλοι έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.


Οι ανταγωνιστές

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Σακούνταλα, ο Φεγγαροσκεπαστής και η χελώνα. Η χελώνα ανταγωνιζόταν με το λαγό στο τρέξιμο, ο Φεγγαροσκεπαστής με το βασιλιά στο αν ο βασιλιάς μπορούσε να κοιμηθεί. Οι κυνηγοί ήταν στους στύλους της Δ.Ε.Η., αλλά η Σακούνταλα κατάφερε να κόψει το ρεύμα. 
- Να, να, να, να, να, δεν μπορείς να κοιμηθείς, γιατί φοβάσαι.
- Κι όμως μπορώ.
Την άλλη μέρα ήταν ο αγώνας του λαγού και της χελώνας. Τρία, δύο, ένα, μπουμ! Άρχισε ο λαγός πρώτος, η χελώνα δεν μπορούσε να τρέξει, γιατί το καβούκι την δυσκόλευε. Τότε τον λαγό πριν το ποτάμι τον πήρε ο ύπνος και η χελώνα τον πέρασε. Απέμειναν 30χλμ. Τότε ο λαγός ξυπνάει και τρέχει. Την περνάει και πριν τον τερματισμό την βλέπει να κοιμάται και μετά τον τερματισμό της την βλέπει με ένα τσιγάρο. Τότε στην Φαγουροχώρα που ζούνε ξύνονταν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Η παραμυθοσαλάτα

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Χιονάτη που πήγε για επίσκεψη στην Σταχτοπούτα. Καθώς πήγαινε στο σπίτι της Σταχτοπούτας, δηλαδή στο παλάτι, συνάντησε την κακιά μητριά. Η κακιά μητριά θέλησε να την σκοτώσει και προσπάθησε να της ξεφύγει. Στο δρόμο συνάντησε την Σταχτοπούτα, που ερχόταν να την βρει, και την πήρε στο παλάτι. Στο κάστρο ήρθε και η Κοκκινοσκουφίτσα. Η Σταχτοπούτα τους είπε να μην φύγουν από το παλάτι ούτε να ανοίγουν την πόρτα όσο λείπει. Τα κορίτσια δεν την άκουσαν και άνοιξαν την πόρτα. Πήγε η Χιονάτη και της είπε μια κοπέλα, που ήταν η κακιά Βασίλισσα, να πάρει το κόκκινο μήλο. Η Χιονάτη μόλις το δάγκωσε λιποθύμησε. Τότε ήρθε η Σταχτοπούτα, της έδωσε ένα φάρμακο και έγινε καλά. Από το φόβο της δεν ξαναάνοιξε την πόρτα. Η Σταχτοπούτα έφυγε πάλι. Η Κοκκινοσκουφίτσα άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο λύκος ντυμένος γιαγιά. Η Κοκκινοσκουφίτσα χάρηκε πολύ που είδε την γιαγιά της. Άρχισε να τον ρωτάει:
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα;
- Για να μιλάω καλύτερα.
- Γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα.
- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;
- Για να σε φάω καλύτερα.
Η Σταχτοπούτα βρήκε έναν κυνηγό και του είπε να έρθει στο κάστρο να βγάλει την Κοκκινοσκουφίτσα. Ο κυνηγός ήρθε και έβγαλε την Κοκκινοσκουφίτσα και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Batman and Harry Potter of Rings


Κάποτε υπήρχαν δύο αντίπαλα βασίλεια. Το μαύρο βασίλειο και το βασίλειο των άσπρων. Στο μαύρο βασίλειο υπήρχαν τρεις αρχηγοί, ο Τζόκερ, ο Σάρομαν και ο Βόλντεμορτ, ενώ στο άσπρο βασίλειο αρχηγοί ήταν ο Μπάτμαν, ο Φρόντο και ο Χάρι Πότερ. Μια μέρα ο Χάρι Πότερ βγήκε έξω με τον στρατό των άσπρων γιγάντων για μια επιδρομή στο μαύρο βασίλειο. Εκεί τον αντέκρουσαν ο Βόλντεμορτ και οι μαύροι γίγαντες. Ο Χάρι Πότερ έβγαλε το ραβδί του όπως και ο Βόλντεμορτ, αλλά ξαφνικά...
- Περίμενε, τελείωσαν οι μπαταρίες! είπε ο Χάρι Πότερ.
Αλλά ο Βόλντεμορτ λέει:
 -Αβάνταθα!!! Ωχ, ξέχασα να βγάλω το καπάκι!!!
Τότε ο Χάρι Πότερ που είχε βάλει μπαταρίες:
- Εξπέλιαμους!!! και πετυχαίνει τον Βόλντεμορτ στο κεφάλι.
- Ο Βόλντεμορτ είναι νεκρός! ακούστηκε μια φωνή.
Ξαφνικά πετάγεται ο Σάρομαν και με το σπαθί του κόβει το κεφάλι του Χάρι Πότερ. Ο Σάρομαν φωνάζει:
- Γιο! Τον σκότωσα!
Τότε πετάγεται ο Μπάτμαν και με μία νυχτερίδα σκοτώνει τον Σάρομαν.
- Είμαι ανίκητος! είπε ο Μπάτμαν, την ώρα που ο Τζόκερ τον πετυχαίνει με ένα κανόνι και τον πετάει κάτω νεκρό. 
Τότε αρχίζει μια τρομερή μάχη ανάμεσα στον Φρόντο (τηλεμεταφέρθηκε εκεί) και τον Τζόκερ. Τότε εμφανίζεται ένας άνθρωπος που πετάει και λέει:
- Σταματήστε όλοι!!!
- Και ποιος είσαι εσύ;; λέει ο Τζόκερ.
- Ένας άνθρωπος της μαύρης φυλής! απαντάει ο άνθρωπος.
- Και πως μπορείς να πετάς; ρωτάει ο Φρόντο.
- Το Redbull δίνει φτερά!!!απαντάει ο άνθρωπος. 


Οι ήρωες

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα παλάτι το τέρας. Το τέρας έψαχνε μια γυναίκα όμορφη. Μια  όμορφη γυναίκα, που τη λέγανε Πεντάμορφη,  είχε δύο φίλες, τη μία την  έλεγαν Σταχτοπούτα και την άλλη Κοκκινοσκουφίτσα. Μια μέρα η Πεντάμορφη κάλεσε τις φίλες της. Είχαν έρθει. Έξω από το σπίτι ήταν ο κακός λύκος που ήθελε την Κοκκινοσκουφίτσα. Κρύφτηκαν, λοιπόν. Ήρθε το τέρας και τρόμαξε το λύκο. Χτύπησε το κινητό της Σταχτοπούτας με ήχο το "nossa nossa", ήταν η κακιά μητριά. Δεν το σήκωσε και έφυγε από το παράθυρο. Το τέρας άνοιξε την πόρτα και πήρε την Πεντάμορφη και την παντρεύτηκε. Έζησαν καλά, ο λύκος έφαγε την Κοκκινοσκουφίτσα και όσο για την Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκηπα.


Οι Εκλογές

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η πιο εκλογική χώρα, η χώρα των Εκλογών, όπου όλοι ψήφιζαν: τα λιοντάρια, οι χελώνες, τα ποντίκια, οι λαγοί, ο Βόλτερμορτ και ο Χάρι Πότερ. Μια χώρα που ψήφιζες όποιον ήθελες. Αλλά σήμερα ήταν η πιο ξεχωριστή μέρα, η μέρα για να ψηφιστεί ο πολιτικός αρχηγός της χώρας του Αυγού. Ο Χάρι Πότερ, το λιοντάρι και η χελώνα φώναζαν: "Πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης." Το ποντίκι, ο λαγός και ο Βόλτεμορτ έλεγαν: "Αίμα, τιμή, Χρυσή Αυγή." Αλλά το μυρμήγκι και το βόδι φώναζαν: "Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι εδώ ενωμένο, δυνατό." Όταν άρχισε η συνεδρίαση, όλοι ησύχασαν και ηρέμησαν, αλλά όταν μπήκε ο Αλέξης φώναζαν και μετά ησύχασαν. Όταν μπήκε μέσα ο Μιχαλολιάκος φώναζαν και ούρλιαζαν, αλλά μετά ησύχασαν. Και όταν μπήκε μέσα ο Παπανδρέου δεν σταματούσαν να φωνάζουν. Μετά από λίγο ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Μπαράκ ο Μπάμιας, είπε στον Άιν Στάιν να φτιάξει μια ατομική βόμβα για να βομβαρδίσει την χώρα των εκλογών. Όταν πήγαν να πουν τον πρωθυπουργό της χώρας, η βουλή βομβαρδίστηκε και το όνομα του πρωθυπουργού έμεινε Ανώνυμο.


Ο Αυλητής του Χάμελιν παρασέρνει τα τρία μικρά λυκάκια

Μια μέρα ο αυλητής περνούσε από το δάσος. Τα τρία μικρά λυκάκια παρασύρθηκαν από τη μελωδία. Ξέχασαν όμως ότι ο Ρούνι, το ύπουλο γουρούνι, τους κυνηγούσε. Το ίδιο έκανε ο λαγός την χελώνα. Ξαφνικά ο αυλητής σταμάτησε και τα λυκάκια και η χελώνα είπαν: ΒΟΗΘΕΙΑ!!! και έτρεχαν. Ο Αυλητής είχε μια ιδέα. Να παίξει τον αυλό του και να τους μαγέψει. Τελικά έπιασε το κόλπο του, πέτυχε. Τους πήραν σε ένα μέρος μακρινό και μετά μία μέρα τους ξανάφερε πίσω. Το μάθημα τους έγινε πάθημα. Στο τέλος έγιναν όλοι φίλοι και δεν ξαναμάλωσαν. Πέρασαν μια υπέροχη ζωή και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Χάρι Πότερ και η Χελώνα σε μια περιπέτεια

Μια φορά και έναν καιρό η Κοκκινοσκουφίτσα έκανε μια βόλτα και ξαφνικά βλέπει τη Χελώνα να τρέχει και τη ρώτησε:
- Χελώνα, γιατί τρέχεις;
- Γιατί βάλαμε ένα στοίχημα με το Λαγό και προσπαθώ να το κερδίσω, αλλά δεν μπορώ, γιατί εκείνος τρέχει πιο γρήγορα και εγώ τόσο αργά.
- Θα ήθελες να σε βοηθήσω;
- Ναι, αμέ.
- Ανέβα στους ώμους μου και κρατήσου. Θα τρέχω εγώ, εντάξει;
- Μα θα κάνουμε ζαβολιά;
- Ναι.
- Α, εντάξει. Δεν είπε κανείς τίποτα ότι δεν επιτρέπεται η ζαβολιά.
- Εντάξει. Ανέβα και φύγαμε.
- Κοκκινοσκουφίτσα, πού είσαι;
- Απα, ο κακός λύκος.
- Τρέχα, Κοκκινοσκουφίτσα, τρέχα.
- Καλή ιδέα, Χελώνα.
- Γεια σας, παιδιά.
- Α, ο Χάρι.
- Γεια σου, Χάρι. Πώς και απ' τα μέρη μας;
- Να, με κυνηγάει ο Βόλτεμορτ να με σκοτώσει.
- Και εσένα σε κυνηγάνε; Και εμένα ο κακός ο λύκος.
- Χελώνα, εσύ τι κάνεις;
- Να, με βοηθάει η Κοκκινοσκουφίτσα να κερδίσω το Λαγό.
- Μα βρε Χάρι, μαγικά δεν ξέρεις;
- Ναι, γιατί ρωτάς;
- Γιατί μπορείς να μας μεταφέρεις στο τέρμα να κερδίσει η Χελώνα το Λαγό και μετά εμάς να μας μεταφέρεις σε ένα ωραίο και ασφαλές μέρος και να ζήσουμε μια χαρά αντί να τρέχουμε.

Έτσι κι έγινε. Η Χελώνα νίκησε το Λαγό και ο Χάρι με την Κοκκινοσκουφίτσα πήγαν σε ένα ασφαλές μέρος χωρίς τον Βόλτεμορτ να προσπαθεί να τους σκοτώσει ούτε τον λύκο να τους φάει. Κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Το δάσος

Μια φορά και έναν καιρό στο δάσος ζούσαν ο Λαγός και η Χελώνα. Αυτό το δάσος ήταν δίπλα από ένα κάστρο που το έλεγαν Χόγκουαρντ, όπου ζούσε ο Χάρι Πότερ  Έξω από το δάσος ήταν ένα σπίτι όπου έμενε η Κοκκινοσκουφίτσα και η οικογένειά της. Ο Λαγός και η Χελώνα που ήταν συνεχώς σε κόντρα είπαν:
- Έι, Χελώνα.
- Τι θες;
- Τι είναι αυτά που πετάνε;
- Ωχ, τώρα τα είδα.
Ξαφνικά ένας γάτος με μπότες πετάχτηκε και είπε: "Είναι ο Βόλτεμορτ."
- Ποιος πετάχτηκε; Ο Λαγός ο Βόλκακος;
- Όχι, είναι ένας κακός που προσπαθεί να σκοτώσει τον Χάρι Πότερ.

Αλλά στην άλλη άκρη του δάσους η Κοκκινοσκουφίτσα ετοιμαζόταν να πάει φαγητό στη γιαγιά της. Όταν ήταν στο δρόμο, ο Τσίκο Ρίκο της επιτέθηκε, αλλά αυτή του έριξε μία με το καλάθι στο κεφάλι και αυτός λιποθύμησε.
Την άλλη μέρα η Χελώνα, ο Λαγός και ο Γάτος οργάνωναν σχέδιο για να μπουν μέσα στο δάσος. Απ' την άλλη μεριά η Κοκκινοσκουφίτσα τρέχοντας, γιατί την κυνηγούσε ο λύκος, έπεσε πάνω τους. Τότε ο λύκος σταμάτησε και ρώτησε τι έγινε. Τότε του εξήγησαν το σχέδιο και έτσι ξεκίνησαν και οι τέσσερις τους. Τότε κρυφά έσκαβαν και οι τέσσερις και βγήκαν μέσα στην αίθουσα του φαγητού. Για κακή τους τύχη έτρωγαν εκείνη την ώρα και όλου τους κοιτούσαν καλά καλά. Ξαφνικά πριν μιλήσει ο Νταμπλντορ, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Βόλτεμορτ. Και εκεί που πάει να πει "αναντακεντράννοι" για να σκοτώσει τον Χάρι Πότερ και τον Ντάμπλντορ, ανοίγει η πόρτα και...μπαμ! Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας με το μπαστούνι της τραβάει μία στο κεφάλι του και λέει: "Πού είναι το φαγητό μου;" Και έτσι καθίσαν όλοι μαζί και έφαγαν και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


Η μάχη καλού κακού

Μια φορά και έναν καιρό όταν όλα πήγαιναν καλά στον μυστικό και περίεργο κόσμο της φαντασίας, όπου όλα τα απίστευτα όνειρα γίνονται πραγματικότητα, ξαφνικά όλοι αναστατώθηκαν καθώς ο Βόλτεμορτ έκανε επίθεση στην πόλη της μαγείας. Ο Ποσειδώνας και η χελώνα κάψτα κόψτα έκαναν επίθεση στο λιμάνι Θαλασσοταραχή. Οι δημοσιογράφοι Τζακ ο Παρτάκιας και ο Μάικ ο Κοντός κατέγραφαν τα συμβάντα, που εξελίσσονταν εκείνη την στιγμή. Κάποιοι είπαν ότι οι κακοί έχουν συμμαχήσει για την κατάκτηση του κόσμου.

Στο αρχηγείο των καλών όπου και οι καλοί έχουν κάνει ομάδα για την καταπολέμηση του κακού:

- Τι θα κάνουμε τώρα με τους κακούς;
- Δεν ξέρω. Πρέπει να τους πολεμήσουμε πάντως. Δε γίνεται να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια!
- Ε, αυτό κάνουμε και πίστεψέ με, δεν είναι ωραίο.
- Πάμε τότε!
- Εμπρός! είπαν όλοι μαζί και έφυγαν.

Στην πόλη:

- Να 'τοι εκεί πέρα. Λαγέ, πιάσε τη χελώνα, Χάρι τον Βόλτεμορτ, εγώ τον Ποσειδώνα.

Μετά από λίγο οι ήρωες κατάφεραν να νικήσουν μετά από μια τεράστια μάχη και οι εχθροί κλείστηκαν σε μια υπεργαλαξιακή φυλακή στην άκρη του Γαλαξία.





Η ιστορία του Ποτέ

Μια φορά και έναν καιρό σε έναν κόσμο μαγικό, αλλά και πραγματικό, ζούσαν πέρα από το παλάτι επτά Χιονάτες. Κάθε μέρα η κάθε μια έφερνε νερό, μούρα, έπαιρναν ξύλα για να φτιάξουν πιρούνια  κουτάλια και μαχαίρια. Μια μέρα η Μανταλένα, η πιο μικρή από τις άλλες, όταν είχε φτάσει, βαριόταν να περιμένει τις αδελφές της. Όταν έφτανε στο δάσος, άκουσε επτά φωνές: "Μάρκο, Μπούκο, Μπάκι, Μίμο, Μπούκι, Μπορλόκο, Μπίμο, ώρα για φαγητό. Ελάτε." άκουσε και τρόμαξε. Πλησίασε να δει ποιος φώναξε. Χωρίς να το καταλάβει από πίσω της ήταν επτά ακριβώς. Οι νάνοι, όμως, μισούσαν τις επισκέψεις. Η Χιονάτη δεν ήξερε τον δρόμο για πίσω και τη συνόδευσε κρυφά ένας νάνος στο σπίτι της. Τον ευχαρίστησε και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.



Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Batman and Harry of Rings

Υπήρχαν κάποτε τρεις ήρωες που πολεμούσαν το κακό, αλλά κάπου δυσκολευόντουσαν. Σε μια στιγμή η Γη κουνιόταν πολύ δυνατά, έτσι βγήκαν έξω να δουν τι γίνεται. Ξαφνικά ακούγεται "ΑΒΑΝΤΑ!!!". Όλοι σάστισαν. Μετά ακούνε:  "Όχι! Τελείωσαν οι μπαταρίες." Η Γη σταμάτησε να κουνιέται, αλλά ένα σπαθί ήταν δίπλα τους. Αναρωτιούνται τι σημαίνει μέχρι που εμφανίστηκαν οι άλλοι τρεις κακοί. Ο ένας είχε μια περίεργη φάτσα, ο άλλος είχε μια άσπρη φάτσα με ένα ξύλο στο χέρι του και ο τρίτος ήταν ένας γέρος με μια μεγάλη ράβδο. Ξαφνικά εξαφανίζονται όλοι τους. Ξαναμπήκαν στο σπίτι τους. Ο Harry ανοίγει ένα Redbull και λέει:"Το Redbull δίνει φτερά". Την άλλη μέρα παλέψανε. Ένας ήρωας και ένας εχθρός ξιφομαχούσαν. Ο Harry με τον Βόλντεμορτ παλέψαν με το μαγικό τους ραβδί και ο άλλος πετάει και ανοίγει ένα Redbull και λέει:"Το Redbull δίνει φτερά". Οι καλοί νίκησαν, αλλά οι κακοί είπαν ότι θα πάρουν εκδίκηση και δεν ξαναφάνηκαν ποτέ!


Η ωραία κοιμωμένη Ματίλντα

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια πολύ ωραία πριγκίπισσα, η πριγκίπισσα Ματίλντα, που από μικρή ήταν πολύ έξυπνη. Αυτή η πριγκίπισσα, λοιπόν, αγαπούσε τον ξακουστό πρίγκηπα Χάρι Πότερ από την Χαρούν. Όμως ο Χάρι δεν την αγαπούσε αληθινά. Αγαπούσε μια άλλη πριγκίπισσα, την Τζένη. Τότε η πριγκίπισσα Ματίλντα πικραμένη από την προδοσία του Χάρι, ζήτησε από τον μάγο Γουόλτερ να τη μεταμορφώσει σε λίμνη. Τότε ο μάγος Γουόλτερ της έκανε την χάρη και την μεταμόρφωσε σε λίμνη. 


Τσίχλα

Ο παππούς της Φουφίχτρας ήταν ένας παλιός παραμυθάς. Κάθε Κυριακή ερχόταν η Φουφίχτρα και της έλεγε παραμύθια. Κάποιες φορές μάλιστα της έλεγε και παραμύθια που τόσο γέρος που ήταν τα μπέρδευε! Το αγαπημένο της παραμύθι ήταν η χελώνα και ο λαγός.
- Παππού, παππού, να μου πεις τον "Λαγό και την χελώνα"!
- Καλά. Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μια χελώνα! Μια μέρα ήρθαν οι επτά νάνοι και...
- Δεν ήρθαν οι επτά νάνοι, ο λαγός ήρθε.
- Α, ναι! Ο λαγός της είπε να πάνε στη Χιονάτη και να φάνε μαζί μήλα.
- Όχι! Ο λαγός της είπε να κάνουν αγώνα!
- Δίκιο έχεις! Λοιπόν, η Χιονάτη έκανε αγώνα με τον Παπουτσή και νίκησε...
- Ονειρεύεσαι, μου φαίνεται! Ο λαγός έκανε αγώνα με την χελώνα.
- Ναι! Και τότε η χελώνα βρήκε 10 λεπτά και πήρε μια τσίχλα.
- Ωωωω! Παππού, άσε με, όλα λάθος τα λες. Πάντως την τσίχλα θα μου την πάρεις.


Τα εξαφανισμένα μπισκότα

Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα. Είχε ετοιμάσει ένα τσάι πάρτι με μπισκότα, με ζαχαρωτά, με...διάφορα άλλα. Την στιγμή που έβαζε τα μπισκότα στο φούρνο είδε μια πεταλούδα. Τα φτερά της, όταν πετούσε, έβγαζαν χρυσόσκονη ροζ, μοβ, γαλάζια, κίτρινη και πολλά άλλα χρώματα. Όταν βγήκε να την ακολουθήσει, όπως προχωρούσε βρήκε έναν πύργο. Εκεί ήταν ένας πρίγκηπας και έλεγε: 
- Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ, ρίξε τα μαλλιά σου. 
Είδε χρυσαφένια μαλλιά να πέφτουν. Όμως όταν ο πρίγκηπας έπιασε τα μαλλιά της Ραπουνζέλ, εξαφανίστηκε!!! Πήγε να ανέβει η Κοκκινοσκουφίτσα, είδε μια κοπέλα να μαζεύει τα μαλλιά της και κάποια άλλη κοπέλα να βάζει το γοβάκι της. Τις ρώτησε αν θέλουν να έρθουν στο σπίτι της. Όταν έφτασαν, είδαν τα μπισκότα να λείπουν. Κάλεσαν τον αστυνόμο πιστολέρο για να βρει τον κλέφτη. Τότε είδε μια τρίχα λύκου. 
- Ξέρω ποιος είναι. Είναι ο Λυκονένιος που δουλεύει για τις Ζαχαρίσκο και Σοκολατίσκο. 
Όταν συμμάζεψαν το σπίτι, πήγαν στον πύργο των μαγισσών. Βρήκαν τα μπισκότα και τους έβαλαν πιπέρι. Όταν τα έφαγαν, η Ζαχαρίσκο πήγε στη Ν. Αυστραλία, η Σοκολατίσκο στο Β. Αφγανιστάν και ο Λυκονένιος στον Άρη. 
Τα τρία κορίτσια πήγαν στο σπίτι και έφτιαξαν καινούρια πιο νόστιμα. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. 


Παραμυθοσαλάτα

Αφού οι μικροί βιβλιοφάγοι διάβασαν αρκετά παραμύθια και αναδιηγήθηκαν διάφορες ιστορίες, δημιούργησαν επιλέγοντας τους πιο αγαπημένους τους ήρωες, αλλά και τους πιο αγαπημένους αντι- ήρωες, το δικό τους παραμύθι. Βασιζόμενοι σε ένα γνωστό τους παραμύθι θα έπρεπε να αλλάξουν όσα στοιχεία ήθελαν, όπως να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν χαρακτήρες, ακόμη και να επέμβουν στην ίδια την ιστορία. Με αυτό τον τρόπο θα έγραφαν μια...παραμυθοσαλάτα!!! Η..."σαλάτα" συνοδευόταν από την κατάλληλη εικονογράφηση. Τα έργα τους είναι κάτι περισσότερο από λαχταριστά και γεμάτα φαντασία!!!Ένα πολύ μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ!!!


Παραμύθια

Η πρώτη επαφή με την λογοτεχνία γίνεται συνήθως με τα παραμύθια από την μικρή μας ηλικία είτε ακούγοντάς τα από τη γιαγιά είτε από τη μητέρα μας. Έγινε μια συζήτηση για το συγκεκριμένο είδος, ακούστηκαν παιδικά βιώματα, αγαπημένες ιστορίες... Στο τέλος αναφέραμε γνωστούς παραμυθάδες. Στην βιβλιοθήκη της αίθουσας υπήρχε μεγάλη ποικιλία παραμυθιών και οι μικροί βιβλιοφάγοι κλήθηκαν να επιλέξουν ένα από αυτά για να το διαβάσουν και στη συνέχεια να το παρουσιάσουν, αλλά και να κάνουν την κριτική τους. Υπήρχαν παιδιά που έκαναν και εικονογράφηση του παραμυθιού της επιλογής τους.

"Ο γενναίος ραφτάκος" του Σαρλ Περό (εικονογράφηση: Οικονομίδη Σοφία- Αναστασία, Σιάτρα Ιωάννα)
"Το αηδόνι του αυτοκράτορα" του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (εικονογράφηση: Καστρουνής Ιωάννης- Νεκτάριος, Σιάτρας Γεώργιος- Μιχαήλ)

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η ιστορία του βιβλίου

   Στην δεύτερή μας συνάντηση συζητήσαμε για το βιβλίο και την προέλευσή του. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες και δόθηκε σε κάθε ομάδα ένα φύλλο εργασίας με κάποιες ερωτήσεις σχετικά με την ιστορία του βιβλίου. Στη συνέχεια παρακολούθησαν το έκτο επεισόδιο της σειράς "Μια φορά και έναν καιρό ήταν η επιστήμη", το οποίο δείχνει την ιστορία του Γουτεμβέργιου.




     Κατά την διάρκεια της προβολής του επεισοδίου, οι μαθητές πρέπει να απαντήσουν σύντομα τις ερωτήσεις. Μετά το τέλος έχουν τον απαραίτητο χρόνο να γράψουν ολοκληρωμένες απαντήσεις σε ένα φύλλο χαρτί, το οποίο θα κολλήσουν αργότερα σε ένα χαρτόνι.




Τα δικαιώματα του αναγνώστη

     Οι μαθητές παρακολούθησαν από την ιστοσελίδα του μικρού αναγνώστη την ιστορία του "βιβλίου που δεν ήθελε να διαβαστεί" της Βασιλικής Κάργα από τον ηθοποιό Σπύρο Περδίου. Στη συνέχεια συζητήσαμε για τα δικαιώματα που έχει ο κάθε αναγνώστης.  Τα γράψαμε στον πίνακα και έγινε αναφορά στον Δεκάλογο των Δικαιωμάτων του Αναγνώστη από τον Γάλλο συγγραφέα Daniel Pennac. Από αυτά επιλέξαμε δέκα. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες ομάδες. Η κάθε ομάδα έπρεπε να γράψει σε ένα χαρτόνι πέντε δικαιώματα και να ζωγραφίσει κάτι σχετικό με την ανάγνωση.